Σελίδες

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Ξημερώματα Τετάρτης και το ρολόι κόλλησε …



Ξημερώματα Τετάρτης.
Στον τοίχο το ρολόι κόλλησε στην ίδια ώρα. Αστοχία υλικού. Αστοχία στόχων.

Απόμεινα θλιμμένος να κοιτάζω την οθόνη στον υπολογιστή μου.
Ποτέ όταν λυπάμαι δεν αναζητώ χαμένους χώρους, κρυμμένες ευκαιρίες.
Τότε δεν βλέπω την ελπίδα πίσω από την αρνητική έκβαση του αυτοσχεδιασμού.




Εκείνη τη στιγμή δεν θέλω να μιλήσω για σχέδια, στρατηγικά σχέδια, φιλόδοξα σχέδια, χωρικά σχέδια, χαμένα σχέδια, μικροαστικά σχέδια, καινοτομικά σχέδια, αναπτυξιακά σχέδια, σχέδια καταστροφής, ανόητα σχέδια.
Τότε προτιμώ και αναζητώ τη μοναξιά και την αστοχία του κόσμου τούτου στους στίχους του Θανάση ή της Γώγου. Όχι σε βιβλία, στον υπολογιστή μου.


Αυτό θέλω να κάνω αυτές τις στιγμές. Δεν με ηρεμεί, απλά θέλω να το κάνω. Ιδιαίτερα όταν δεν έχω πιεί αλκοόλ. Και σήμερα δεν έχω πιεί σταγόνα αλκοόλ.
Αναμένεται μακριά η νύχτα. Μακριά και κρύα.

Δεν νύχτωσε καλά σήμερα. Λέω να διαβάσω Κατερίνα. Κάτι δικό της θέλω να το μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Μάλλον αυτό, το επόμενο …

Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!
Δε μένει κανείς;

Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοι της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα...
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά... αργά...
αργά...
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα

ανεβαίνουν τα νερά
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμένα.
Δεν είναι κανείς εδώ;
Κανένας;
Κανένας

Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρη

Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΒΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
Ένα παιδί;
Έλα να παίξουμε αυτοκίνητο. Έλα παιδί!
Ένα πουλί; Τσιουτσιουτσιουτσί έλα!
Έλα πουλί...

Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ;
Γιώργο;...
Μυρτώ;...
Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο...
Μυρτώ...

Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ...
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές;

Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι,
το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.

Χωράω εκεί μέσα να μπω.
Άλλοι μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο αλληλεγγύης S.O.S.
να αποκρυπτογραφήσουν.

(Δε μένει κανείς σ' αυτή την πόλη
Κατερίνα Γώγου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.