Σελίδες

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Εκλογές στη Βραζιλία: H βαρβαρότητα ως επιλογή. Του Κρίτωνα Ηλιόπουλου


«Εκλογές στη Βραζιλία: H βαρβαρότητα ως επιλογή». Κείμενο-τεκμηρίωση του  Κρίτωνα Ηλιόπουλου, για τα αποτελέσματα των πρόσφατων στην Βραζιλία και την ανάπτυξη του νέου φασισμού. Από το ιστολόγιο SYSPEIROSIARISTERONMIHANIKON.BLOGSPOT.COM.

Μίσος για τη δημοκρατία, απέχθεια για την πολιτική, επιθυμία για αυταρχισμό. Στις πρόσφατες εκλογές στη Βραζιλία ο «σέρτικος κι αράθυμος» μέχρι γελοιότητας, απόστρατος λοχαγός Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο εκλέχτηκε πρόεδρος της χώρας, με ποσοστά αυξανόμενα ευθέως ανάλογα με τον μεσαιωνικό πολιτικό του λόγο, για να εξαπολύσει τον «πόλεμο» στο εσωτερικό της χώρας. Το κείμενο αυτό προσπαθεί να περιγράψει το φαινόμενο Μπολσονάρο, να διερευνήσει το πώς και γιατί εξελίχθηκε, ποια είναι η κοινωνική του βάση και τι μέλλει γενέσθαι.

 
Αποτελέσματα του Β΄ Γύρου των Προεδρικών Εκλογών στη Βραζιλία το 2018. Γραφικό: AREAT


Να ‘χαμε ένα βασιλιά
δράκο με χοντρό λαιμό
σέρτικο κι αράθυμο
να μας κάνει πόλεμο
Κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί

Ο Μπολσονάρο εκλέχτηκε πρόεδρος στο δεύτερο γύρο με 54% (57 εκατομμύρια ψήφοι) έναντι 46% (47 εκατομμύρια ψήφοι) του αντιπάλου του. Στον πρώτο γύρο είχε πάρει 46%, ενώ ο Αντάντ είχε 29%, δηλαδή 46 εκατομμύρια ψήφους έναντι 31 του Αντάντ. Το σύνολο αποχής, λευκών και άκυρων παρέμεινε σχεδόν το ίδιο στους δύο γύρους, στο 29% περίπου, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των προηγούμενων εκλογών. Συγκρίνοντας με τις προηγούμενες εκλογές μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής:

Δεν υπήρξε μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων από την αριστερά προς τη δεξιά, και πολύ λιγότερο προς την ακροδεξιά. Φαίνεται πιθανή μετακίνηση ψηφοφόρων από την κυβερνώσα αριστερά προς άκυρο-λευκό-αποχή (ΑΑΑ) και προς άλλα αριστερά κόμματα (πχ. PSOL) και επίσης μετακίνηση δεξιών ψηφοφόρων από ΑΑΑ προς Μπολσονάρο.

Η παραδοσιακή δεξιά δεν μετακινήθηκε μαζικά προς τον Μπολσονάρο αντίθετα, στον δεύτερο γύρο εκφράστηκε μια «αντίσταση» στην άνοδο των φασιστικών ιδεών ακόμα και από συντηρητικούς ψηφοφόρους.

Οι ψηφοφόροι ήταν σαφώς ταξικά διαχωρισμένοι: στο φτωχό βορρά της χώρας επικράτησε ο Αντάντ, ενώ στις πλούσιες μεγαλουπόλεις του νότου ο Μπολσονάρο. Επιπλέον, οι ψηφοφόροι του Μπολσονάρο ήταν κυρίως λευκοί, άντρες, με υψηλό εισόδημα και πτυχία ανώτατων σχολών, ηλικίας 35-45.

Η Βραζιλία είναι ομοσπονδία που αποτελείται από αυτόνομες πολιτείες. Στις γενικές εκλογές εκτός από πρόεδρο, οι πολίτες ψηφίζουν και για τα δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, καθώς και για κυβερνήτες και νομοθετικά σώματα των πολιτειών. Ο Μπολσονάρο λοιπόν, τόσο στις Πολιτείες, όσο και στη Βουλή (Camara dos deputados), δεν έχει την πλειοψηφία, ενώ ούτε και οι γενικότεροι συσχετισμοί του επιτρέπουν να κάνει εύκολα ό,τι θέλει. Συγκεκριμένα, στη Βουλή έχει 52 βουλευτές έναντι 56 του ΡΤ, δηλαδή όσους βουλευτές είχε η Ντίλμα Ρουσέφ το 2014, η οποία ένα χρόνο μετά καθαιρέθηκε από την προεδρία με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και έγκριση της Βουλής. Επιπλέον, ούτε σε πολιτειακό επίπεδο είναι παντού ευνοϊκοί οι συσχετισμοί για την εφαρμογή της πολιτικής του (πχ. λογοκρισία στην εκπαίδευση, επίσημη αναθεώρηση της ιστορίας).

Και οι πολιτικές δυνάμεις όμως που έλεγχαν ως τώρα τον κρατικό μηχανισμό συγκράτησαν τις δυνάμεις τους και δεν φαίνεται εύκολο να χάσουν τα πόστα τους παρά μόνο εάν μετακινηθούν οι ίδιοι προς την ακροδεξιά. Μια ακροδεξιά που σήμερα εκφράζει ο Μπολσονάρο, αλλά υπήρχε ήδη στα νομοθετικά σώματα, κάτω από άλλους κομματικούς σχηματισμούς και με διαφορετικά πρόσωπα. Το τελευταίο έχει μια σημασία καθώς αρκετοί καινούριοι ακροδεξιοί βουλευτές είναι στρατιωτικοί, όπως και ο αντιπρόεδρος του Μπολσονάρο, ένας πρώην στρατηγός με ακόμα πιο ακραίες θέσεις από τον Μπολσονάρο, και απ’ ό,τι λένε αρκετά ευφυέστερος και ικανότερος από τον αρχηγό.

Τότε σε τι ακριβώς συνίσταται η «νίκη» της ακροδεξιάς και που εντοπίζεται η «ήττα» της αριστεράς; Ποιο είναι το νέο στοιχείο και τι συγκεκριμένα είναι η νέα ακροδεξιά της Βραζιλίας;


Ιδεολογική και Συμβολική η νίκη

Ο νεοφασισμός του Μπολσονάρο μπορεί να μην επιφέρει μεγάλη ανατροπή στην πολιτική ή στην οικονομία, ωστόσο έχει ήδη καταφέρει ένα σημαντικό ιδεολογικό πλήγμα στις καταπιεσμένες τάξεις της Βραζιλίας, οι οποίες πάντα έπασχαν από ιδεολογική «αυτοπεποίθηση» στη μάχη για τα καθημερινά τους δικαιώματα και στους αγώνες για κοινωνικές ελευθερίες.


Τι κυριάρχησε στην Προεκλογική Περίοδο;

Οι ιδέες της αυταρχικής διακυβέρνησης, της ολιγαρχίας των άξιων και των ικανών, της θεμιτής και επιδιωκόμενης κοινωνικής ιεραρχίας με κάθε λογής κοινωνικές διακρίσεις, και, μαζί, ένα μαζικό κίνημα, με διαδηλώσεις στους δρόμους και στα ηλεκτρονικά δίκτυα εναντίον της «κομμουνιστικής δικτατορίας» και των «κομμουνιστών».

Συνθήματα που ζητούσαν ακόμα και «θάνατο στους κομμουνιστές», «θάνατο στους κλέφτες αριστερούς» (επανήλθε μέχρι και το σύνθημα της δικτατορίας (1964-1985) «Αγάπα τη Βραζιλία ή Φύγε από τη χώρα»), ενώ στον πρώτο γύρο των εκλογών είδαμε φωτογραφίες ψηφοφόρων να πατούν τα πλήκτρα της ηλεκτρονικής κάλπης με τις κάνες των πιστολιών τους διακηρύσσοντας το δικαίωμά τους να οπλοφορούν και να πυροβολούν όποιον τους απειλήσει.

Διαμαρτυρίες στους δρόμους και στο διαδίκτυο κατά εκπαιδευτικών που διδάσκουν ακόμη ότι η στρατιωτική δικτατορία έκανε εγκλήματα, αγανακτισμένοι πολίτες να διεκδικούν το «δικαίωμά» τους στον ρατσισμό και τον σεξισμό, να αγωνίζονται για την επέμβαση του Στρατού ενάντια στους «τεμπέληδες» καλλιτέχνες, τραγουδιστές, ζωγράφους, ποιητές, που «κλέβουν» το κράτος και ζημιώνουν την οικονομία μέσω του νόμου για επιδοτήσεις πολιτιστικών δραστηριοτήτων (ο «νόμος Ρουανέτ» για χρηματοδότηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων από τον κρατικό προϋπολογισμό αποτελούσε κόκκινο πανί προεκλογικά).

Είδαμε την αριστερά στριμωγμένη στη γωνία από την συντριπτική επέλαση «απόψεων» που αντιμάχονταν ακόμα και στοιχειώδεις ανθρωπιστικές αξίες που θεωρούνταν δεδομένες από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης· εκφράστηκαν «απόψεις» που διεκδικούσαν διώξεις, ποινές, επαναφορά της θανατικής ποινής, μέχρι και ευγονισμό και μαζικές στειρώσεις στον φτωχό πληθυσμό, ενώ την ίδια στιγμή κάθε απάντηση σε τέτοιες «απόψεις» θεωρούνταν αυταρχική καταπίεση εκ μέρους των αριστερών και παρεμπόδιση της …ελευθερίας των ιδεών. Διακηρύχθηκε ως ύψιστο δικαίωμα «η ελευθερία των εχθρών της ελευθερίας».


– Οι κομμουνιστές πρέπει εξοντωθούν, να φύγουν από τη χώρα, να μην έχουν δικαίωμα λόγου.

– Μα δεν έχεις δικαίωμα να υποστηρίζεις κάτι τέτοιο, είναι αντιδημοκρατικό!

– Με καταπιέζεις, δεν μου επιτρέπεις να πω την άποψή μου, δεν σέβεσαι την αντίθετη άποψη, εσύ είσαι αντιδημοκρατικός.

Διάλογοι τέτοιου είδους ήταν καθημερινό φαινόμενο· ο ρατσισμός, η δικτατορία, ο αυταρχισμός, η κάθε είδους κοινωνική καταπίεση παρουσιάζονταν ως εναλλακτικές «απόψεις» οι οποίες εξίσου είχαν δικαίωμα να ακούγονται.

Και όσοι όμως δεν ψήφισαν ούτε Μπολσονάρο, αλλά ούτε και εναντίον του, επίσης υποστήριζαν με πάθος ότι για όλα τα κακά φταίει η αριστερά και οι κομμουνιστές.

Κοντολογίς, οι Μπολσοναρικοί θριάμβευσαν στον ψυχολογικό πόλεμο, ο Μπολσονάρο νίκησε πανηγυρικά, τσάκισε και καταβαράθρωσε την ψυχολογία της αριστεράς, και όσοι αρνούνται να το παραδεχτούν μάλλον θα έχουν μικρές πιθανότητες να οργανώσουν την αντιστροφή της κατάστασης.


Η Κατασκευή του «Μύθου» και του φανταστικού «Εχθρού»

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής δεξιάς ήταν
ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω.

Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής,
την οποία οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι
του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν.
Ερικ Χομπσμπάουμ Η εποχή των Άκρων, σελ. 155

Από το 2013 κι έπειτα άρχισε ν’ αναπτύσσεται ένα κίνημα το οποίο αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη μαζικότητα και κοινωνική αποδοχή ή ανοχή, και διεκδικούσε ένα πλαίσιο αυταρχικών, αντιδημοκρατικών μέτρων, ενώ υποστήριζε ιδεολογικά ακραίες απόψεις εναντίον κατακτημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Αυτό το ρεύμα, με την υποστήριξη παλιών και νέων μηχανισμών μαζικής προπαγάνδας, έπλασε έναν «εθνικό ήρωα», τον επονομαζόμενο «Μύθο», τον Ζαΐρ Μεσσίας Μπολσονάρο. Όπως λέει το δεύτερο όνομά του, προοριζόταν να είναι ο Μεσσίας που θα απάλλασσε τη Βραζιλία από τον υποτιθέμενο αδίστακτο εχθρό που την καταπιέζει, τον Κομμουνισμό, το Λενινισμό, τους Κουβανούς και όλους τους αριστερούς. Ακούγεται απίστευτο, αλλά ο προεκλογικός λόγος του Μπολσονάρο και των υποστηρικτών του έμοιαζε βγαλμένος από τις πιο μακρινές μέρες του «Ψυχρού Πολέμου», αντιγραφή του Μακαρθισμού, του Πινοσέτ και του Βιντέλα. Και έπειθε. Και μετατράπηκε σε ρεύμα και σε μαζικό κίνημα με πανό και πλακάτ στους δρόμους.

Ας δούμε λοιπόν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος:
Αποτελούνταν από άτομα που αναλάμβαναν πολιτική δράση για πρώτη φορά, μάζες που έμπαιναν δυναμικά στην πολιτική μάχη χωρίς να τους συνδέει κανένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα ή κοσμοθεωρία, εκτός από την αντίθεσή τους στην «κομμουνιστική καταπίεση» και την «Μεγάλη Κλεψιά» (Roubalheira) της αριστεράς. Επίσης τους συνδέει η βραζιλιάνικη σημαία, ο «κιτρινοπρασισμός» (verdeamarelismo), γι’ αυτό και τα χρώματα του Έθνους κυριαρχούν στις διαδηλώσεις τους.

Όλοι αυτοί βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση «πολέμου» εναντίον των αντιπάλων τους, εναντίον του μεγάλου «Εχθρού» που σε μεγάλο βαθμό είναι δική τους φανταστική κατασκευή, μέσα από υπερβολές, αλλά και συνειδητά ψέματα.[1]

Το κίνημά τους επιδιώκει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας –την οποία ταυτίζει με το έθνος και την πατρίδα– και δεν διστάζει να ασκήσει τρομοκρατία σε όσους του προβάλλουν αντίσταση, ενώ αξιοποιεί τον κοινοβουλευτισμό και συμμαχεί με τις παραδοσιακά κυρίαρχες δυνάμεις της εξουσίας.

Η πολιτική του είναι αυθαίρετη, ασαφής και δεν ενοχλείται διόλου από τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Ο Μπολσονάρο και οι οπαδοί του μπορούν άνετα να υποστηρίζουν μία άποψη και την επόμενη μέρα να υποστηρίζουν την ακριβώς αντίθετη, διαψεύδοντας τις προηγούμενες δηλώσεις τους κατά το δοκούν.

Αποκαλυπτικό αυτής της «αρχής χωρίς αρχές» είναι ότι ο μηχανισμός του Μπολσονάρο υποσχόταν ένα έντονα αντιδημοκρατικό μέτρο και ταυτόχρονα διέδιδε ότι όταν εκλεγεί ΔΕΝ θα το εφαρμόσει. Ήταν ο μοναδικός πολιτικός που έλεγε στους ψηφοφόρους του ότι δεν θα εφαρμόσει όσα τους υποσχόταν· παρ’ όλα αυτά τον ψήφιζαν. Στην ουσία της, η πολιτική της σκόπιμης ασάφειας και των αντιφάσεων είχε στόχο να δημιουργήσει τον «Αρχηγό» του κινήματος, στον οποίο απλώς έχουμε εμπιστοσύνη, διότι πιστεύουμε στο πρόσωπο, στον ήρωα, τον «Μύθο», και δεν μας ενδιαφέρει τι λέει ούτε τι κάνει. Είναι ο «Αρχηγός» μας και ο σωτήρας μας.

Το πρόγραμμά του δεν είναι καθόλου «επαναστατικό», δεν ανατρέπει διόλου τις αρχές του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους (μάλιστα πήρε πίσω τα περί αλλαγής του Συντάγματος, ενώ ο ίδιος ο Μπολσονάρο συνεχώς το μεταβάλλει προς το μετριοπαθέστερο.

Τελικά, είναι ένα «πρόγραμμα» φτιαγμένο ώστε να απαντάει με πειστικό και πρακτικό τρόπο στις αριστερές πολιτικές, αλλά και στις ιδέες που τις στηρίζουν, στοχεύοντας επίμονα στο «συμβολικό».

Το κίνημα του Μπολσονάρο έχει μια έντονη «πολιτιστική» διάσταση, με κύριο χαρακτηριστικό τον εθνικισμό. Βασίζεται σε εθνικούς μύθους, συνοψίζει κάθε εκδοχή του βραζιλιάνικου εθνικισμού, από την εποχή του «Ufanismo» (Περηφάνειας) μέχρι το σύνθημα «Βραζιλία Πάνω απ’ Όλα και ο Θεός πάνω από τη Βραζιλία» και το αγαπημένο σύνθημα της δικτατορίας «Αγάπα τη Βραζιλία ή φύγε από τη χώρα». Ενισχύει την άμεση ταύτιση των μαζών με την εξουσία, μέσω της μυστικιστικής έννοιας του Έθνους, της Βραζιλιανικότητας, ενώ οι «προδότες» του Έθνους καταδικάζονται εξ ορισμού. Οι οπαδοί του Μπολσονάρο φορούν μπλουζάκια που γράφουν «Το κόμμα μου είναι η Βραζιλία» (Meu partido é o Brasil), ανεμίζουν τη σημαία της Βραζιλίας (που «κινδυνεύει να γίνει κόκκινη από τους κομμουνιστές”), βρίζουν τους ξένους, τους γείτονες, τους μετανάστες. Η Βραζιλία είναι οι ίδιοι· όσοι δεν είναι μαζί τους είναι εχθροί της πατρίδας.

Ο εθνικισμός αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του ρεύματος Μπολσονάρο, όσο κι αν στην οικονομική πολιτική έχει υιοθετήσει το παγκοσμιοποιημένο φιλελεύθερο μοντέλο, εκφράζοντας μια ετερόκλητη και αμφίβολη συμμαχία των επιχειρηματιών που θέλουν προστατευτισμό με εκείνους που θέλουν «ανοιχτή» οικονομία.

Τέλος, το ρεύμα του Μπολσοναρισμού, με την υποστήριξη ευαγγελικών, πεντηκοστιανών και άλλων θρησκευτικών ρευμάτων, αναπτύσσει ένα σύνολο αξιών που έχουν την αδιαμφισβήτητη ισχύ αξιών μιας πολιτικής θρησκείας (ατομισμός, η οικογένεια, η εργασία με χαρά και άλλα παρόμοια μουσολινικά).


Ορισμένα σημεία του Πολιτικού «Προγράμματος»

Προκειμένου να ικανοποιήσει το αίτημα των υποστηρικτών του για «ασφάλεια», το κίνημα του Μπολσονάρο υπόσχεται να μειώσει το όριο ηλικίας της ποινικής ευθύνης από τα 18 στα 16 ή και στα 12 ακόμα, ώστε να έχουν οι ανήλικοι παραβάτες την ίδια ποινική αντιμετώπιση με τους ενήλικους. Σε ερώτημα που τέθηκε στον Μπολσονάρο σχετικά με την κατάσταση στις φυλακές της χώρας, όπου στοιβάζονται πολλαπλάσιοι κρατούμενοι από όσους προβλέπουν οι προδιαγραφές τους, απάντησε: «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα ο υπερπληθυσμός των φυλακών, είναι πρόβλημα των εγκληματιών. Ας μην εγκληματούσαν». Μπορεί λοιπόν η ανθρωπότητα να χρειάστηκε πολλούς αιώνες για να «πειστεί» ότι έχουν δικαιώματα και οι κατάδικοι, αλλά τώρα οι «θολοκουλτουριάρηδες» αριστεροί της Βραζιλίας προσπαθούν μάταια να απαντήσουν σ’ αυτό το πετυχημένο κλείσιμο του ματιού στους «νοικοκυραίους» της Βραζιλίας.

Το Σχολείο χωρίς Κόμματα είναι από τους στόχους του κινήματος Μπολσονάρο που ήδη άρχισε να εφαρμόζεται μετά τις μαθητικές καταλήψεις του 2015. Πρόκειται για έναν κατάλογο υποχρεώσεων του δασκάλου ή καθηγητή ώστε να αποφεύγεται η «κομμουνιστική προπαγάνδα» στην παιδεία. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά λογοκρισία σε ζητήματα ιστορίας, θρησκείας, φιλοσοφίας, τέχνης, αφού ο όρος «κομμουνιστική προπαγάνδα» μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα (μια επίσκεψη, για παράδειγμα, στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης). Επιπλέον επιβάλλει τον ιστορικό αναθεωρητισμό και δημιουργεί κλίμα τρομοκρατίας στους καθηγητές και δασκάλους που ήδη είναι υπό διωγμό και χάνουν τις δουλειές τους από καταγγελίες μαθητών και γονιών.

Ο Μπολσοναρισμός επιβάλλει ρητά τον αποκλεισμό των παιδαγωγικών ιδεών του Πάουλο Φρέιρε (Παιδαγωγική του Καταπιεσμένου) από τα σχολεία, απαγορεύει την «ιδεολογία του φύλου», υποστηρίζει την ίδρυση τουλάχιστον 2 στρατιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε κάθε περιοχή και τον περιορισμό των δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (η οποία ως γνωστόν δημιουργεί μόνο τεμπέληδες θολοκουλτουριάρηδες αριστερούς).


Προτείνει την επαναφορά του μαθήματος «Ηθική και Πολιτική Διαπαιδαγώγηση» που υπήρχε επί δικτατορίας.

Επιδιώκει την κατάργηση των ποσοστώσεων για την εισαγωγή μαύρων φοιτητών σε πανεπιστήμια.

Αποζητά την κατάργηση του Καταστατικού Χάρτη Δικαιωμάτων Παιδιών και Εφήβων, που «θα τον σκίσει και θα τον πετάξει στη λεκάνη του καμπινέ γιατί προτρέπει στην αλητεία και την παιδική εγκληματικότητα».

Δεν θα οριοθετήσει «ούτε ένα χιλιοστό» γης ως γη των ιθαγενών (προστατευμένη).

Ο Μπολσονάρο, ακόμη, έχει αναφερθεί με ευθέως φασιστικό λόγο σε πολιτικές «εξυγίανσης» των φτωχών στρωμάτων, μέσω της προώθησης της φυσικής αγωγής, ακόμα και μαζικών στειρώσεων.


Ομοιότητες και Διαφορές με άλλα Παραδείγματα

Ειπώθηκε ότι ο Μπολσονάρο είναι ο Τραμπ των Τροπικών, όμως στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε ένα αντίπαλο κίνημα, με επικεφαλής τον Μπέρνι Σάντερς, κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα, και άφησε παρακαταθήκη για τη γρήγορη ήττα του Τραμπ και την πολιτική απομόνωση του Tea Party. Επίσης ο Τραμπ αντιμετωπίζει έντονη εσωτερική αμφισβήτηση και στο ίδιο το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, πράγμα που ρηγματώνει τη δυναμική του αντιδημοκρατικού λόγου του και την πολιτική του. Αντίθετα, ο Μπολσονάρο συσπειρώνει όχι μόνο το κόμμα του αλλά και πολλούς από τα άλλα παραδοσιακά ή νέα δεξιά κόμματα, ενώ δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη κίνημα απάντησης. Ας ελπίσουμε να εμφανιστεί σύντομα.

Αν θυμηθεί κανείς ότι η δημοτικότητα του Μπολσονάρο εκτοξεύτηκε έπειτα από μια επίθεση με μαχαίρι που δέχτηκε λίγο καιρό πριν από τις εκλογές, ενώ αμέσως μετά τις εκλογές ο επίδοξος δολοφόνος αφέθηκε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του (στη χώρα που μένει στη φυλακή ο πλανόδιος κουλουρτζής για φορολογικές παραβάσεις), τότε αναπόφευκτα ο νους πηγαίνει στην πυρπόληση του Ράιχσταγκ.

Αν πάλι κάποιος παρακολουθήσει πώς η πολιτική δολοφονία της αριστερής δημοτικής συμβούλου του Ρίο, Μαριέλε Φράνκο (ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των γυναικών και εναντίον της στρατιωτικοποίησης των φτωχογειτονιών), αντί να επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη του κινήματος Μπολσονάρο, ενίσχυσε περαιτέρω τη συσπείρωση των οπαδών του, τότε δύσκολα δεν θα πάει ο νους του στη δολοφονία Ματεότι το 1924 που τελικά ενίσχυσε την πορεία του Μουσολίνι, ο οποίος ανέλαβε την «πολιτική ευθύνη» για αυτή.[2]

Μπορούμε να βρούμε κι άλλες τέτοιες ομοιότητες, αλλά και μεγάλες διαφορές, με αντίστοιχα κινήματα άλλων χωρών και άλλων εποχών. Βέβαια, είναι ανόητο να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε ένα τόσο μαζικό φαινόμενο με βάση κάποιους σχεδιασμούς επιτελείων, όσο ισχυρά και υπαρκτά κι αν είναι. Τα αποτελέσματα κρίνονται στους δρόμους και στις συνειδήσεις και όχι στους ελιγμούς των σχεδιαστών της πολιτικής. Επιπλέον, η μέθοδος των συγκρίσεων μάλλον δεν ενδείκνυται καθότι τέτοιου είδους κινήματα, -είτε αποφανθούμε ότι είναι φασιστικά και τα ονομάσουμε έτσι είτε όχι- διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή. Άλλωστε, εξ ορισμού κάθε μαχητικός εθνικισμός αξιοποιεί τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της δικής του «εθνικής παράδοσης». Ούτε το Estado Novo του Γκετούλιο Βάργκας μοιάζει με την Nova Era (Νέα Εποχή) του Μπολσονάρο, ούτε το Ordine Nuovo ήταν ακριβώς το ίδιο με το γερμανικό αντίστοιχό του την ίδια εποχή.


Γιατί ο Μπολσονάρο (και όχι η Παραδοσιακή Δεξιά);

Γιατί επικράτησε ο Μπολσοναρισμός και όχι η κλασική Δεξιά ως απάντηση στη φθορά της καθεστωτικής αριστεράς;[3]

Ακούγονται αρκετές ερμηνείες του φαινομένου και οι περισσότερες έχουν μια δόση αλήθειας.

Σίγουρα ήταν πολύ αποτελεσματική η «ικανότητα πυρός» των μηχανισμών προπαγάνδας, των image makers, των μέσων ενημέρωσης, των ειδικών εταιρειών που διέσπειραν περίπου 10.000 fake news μέσω Whats Up, τα ειδικά «ρομπότ» που με πλαστά ονόματα χρηστών δημοσίευαν αυτομάτως σχόλια σε ψηφιακά ειδησεογραφικά μέσα, αλλά και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σίγουρα η δύναμη των νεοπεντηκοστιανών εκκλησιών, οι ευαγγελικοί επιχειρηματίες με την επιρροή που έχουν στο «ποίμνιό» τους, προσέφερε αφειδώς νέους οπαδούς στον Μπολσονάρο.

Σίγουρα η οικονομική κρίση που έφερε τα «φρέσκα» μεσαία στρώματα μπροστά στον κίνδυνο της απώλειας των νεοαποκτημένων προνομίων τους έπαιξε σημαντικό ρόλο, καθώς επίσης και η κρίση του πολιτικού συστήματος στη Βραζιλία που κρατάει αρκετά χρόνια.

Ήδη από το τέλος της διακυβέρνησης Λούλα, στις εκλογές του 2010, υπήρχε το πρόβλημα της «διαδοχής», όχι μόνο για το κυβερνών Εργατικό κόμμα (ΡΤ), αλλά και για τους αντιπάλους του. Εδώ και μία δεκαετία οι κυβερνώσες τάξεις της χώρας προσπαθούν να διαμορφώσουν μια πολιτική εκπροσώπηση που θα εξασφαλίσει την απαραίτητη πολιτική σταθερότητα και το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον για την αύξηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων τους.

Για περισσότερα από δέκα χρόνια «ανακαλύπτουν» συνεχώς σκάνδαλα και «αποκαλύπτουν» τη «διαφθορά» των πολιτικών και ιδιαιτέρως της αριστεράς. Ήδη από το καλοκαίρι του 2013 είχαν βγει στους δρόμους οι πρώτες ομάδες που ζητούσαν «επέμβαση του Στρατού» και «θάνατο στους κομμουνιστές», παρότι αντιμετωπίζονταν τότε ως γραφικές και περιθωριακές.

Τέλος, είναι αδιαμφισβήτητη η ζημιά που έχουν προξενήσει οι κυβερνητικές πολιτικές των αριστερών (ή σοσιαλιστικών ή προοδευτικών κυβερνήσεων) συνολικά στις αντικαπιταλιστικές ιδέες, στον αγώνα για τη χειραφέτηση των καταπιεσμένων και την απαλλαγή από την εκμετάλλευση.

Η φθορά και η αποτυχία της πολιτικής συμμαχίας των καταπιεσμένων με τμήματα των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων του καπιταλισμού έφερε συνολική φθορά των σοσιαλιστικών ιδεών. Αλλά ούτε το γεγονός αυτό αποτελεί πειστική απάντηση στο γιατί δημιουργείται ένα μαζικό κίνημα υπέρ αυταρχικής διακυβέρνησης -ένας νεοφασισμός- και όχι μια άλλου τύπου δεξιά.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί από μόνο του να εξηγήσει το φαινόμενο. Δυστυχώς οι κλασικές αναλύσεις δεν μπορούν να εξηγήσουν (ακριβώς επειδή δεν μπορούν να το χωνέψουν και να το παραδεχτούν) ότι στο δίλημμα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» τώρα ένα μεγάλο κίνημα απαντάει «Βαρβαρότητα».

Οι παραπάνω εξηγήσεις ισχύουν μόνο εν μέρει, επειδή παραβλέπουν την βασική ιδιομορφία της βραζιλιάνικης κοινωνίας, εκείνο το χαρακτηριστικό που κάνει τη Βραζιλία να διαφέρει από τις γειτονικές χώρες, όπως Βολιβία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, καθώς επίσης και από τις ΗΠΑ, παρότι οι δυο τους έχουν παρόμοιο πολιτικό σύστημα και ανάλογη, σε κάποιον βαθμό, κοινωνική σύνθεση.

Το καθοριστικό στοιχείο που διαμορφώνει το πολιτικό σκηνικό -και δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο- είναι ακριβώς η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής σύνθεσης της χώρας.

Η Βραζιλία παρότι «φημίζεται» για την ακραία φτώχεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού της, είναι μια οικονομική υπερδύναμη[4] που σε εντυπωσιάζει με τον τεράστιο πλούτο μιας αρκετά μεγάλης ελίτ. Στο τέλος της διακυβέρνησης Λούλα (2002-2010) οι οικονομικοί δείκτες ήταν εκθαμβωτικοί (9,5% ετήσια αύξηση, 10η βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, με τα μεγαλύτερα εμπορικά και συναλλαγματικά πλεονάσματα, τρίτη δύναμη σε μεταλλεύματα, με άφθονη και πάμφθηνη εργατική δύναμη).

Οι Βραζιλιάνικες δημοσκοπικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει μια μέθοδο ανάλυσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, η οποία χρησιμοποιείται από τα ΜΜΕ, οργανισμούς, την αστυνομία, αναλυτές κλπ. Αυτή η μέθοδος ταξινομεί την κοινωνία σε 5 τάξεις, τις τάξεις Α,B,C,D,E.

Η τάξη Α, που θεωρείται ο κεντρικός πυρήνας της οικονομικής ελίτ, αποτελεί το 4% του συνολικού πληθυσμού (περίπου 7 εκατομμύρια), ενώ οι τάξεις D-E που ζουν με εισόδημα από 1 έως 200 δολάρια το μήνα είναι περίπου στο 28% (περίπου 35 εκατομμύρια) και ζουν κυρίως στο βορρά της χώρας και στις περιφέρειες των μεγαλουπόλεων του νότου.[5]

Οι τάξεις Β και C, οι μεσαίες δηλαδή τάξεις, απολαμβάνουν ένα επίπεδο ζωής αισθητά υψηλότερο σε σχέση με τα αντίστοιχα μεσαία στρώματα άλλων παρόμοιων χωρών. Εκεί εντοπίζεται η «βραζιλιάνικη ιδιαιτερότητα”. Αυτό δημιουργεί ένα κοινωνικό στρώμα μεσαίας οικονομικής δύναμης, που έχει ικανότητα πολιτικής οργάνωσης και δράσης, και είναι ιδεολογικά συγκροτημένο, μαχητικό και διεκδικητικό.

Ο Claudio Lembo, γνωστός δεξιός πολιτικός, καθηγητής δικαίου στο πιο συντηρητικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Βραζιλίας, μάχιμος Καθολικός και μέλος του Opus Dei, σε μια συνέντευξή του το 2006, με αφορμή μια μεγάλη κοινωνική αναταραχή με πολλούς νεκρούς, δήλωνε «Έχουμε μια πολύ κακή μπουρζουαζία, μια διεστραμμένη λευκή μειοψηφία», η οποία για να υπάρχει ως τέτοια θέλει, -λόγου χάρη- «να πληρώνει 200 ευρώ για ένα ποτήρι κονιάκ στο μπαρ Φαζάνο».[6] Η μεσαία αυτή τάξη ζει με δυο-τρεις οικιακές βοηθούς στο σπίτι, σε διαμερίσματα με συνεχόμενη ιδιωτική φρούρηση, με θυρωρούς σε 24ωρη βάση, με κηπουρούς και επιστάτες.

Η «διαστροφή» και η αντίφαση αυτής της μεσαίας τάξης είναι ότι για να διατηρήσει αυτό το επίπεδο χρειάζεται στρατούς από εξαθλιωμένους κακοπληρωμένους υπηρέτες γύρω της, οι οποίοι όμως με την παρουσία τους και την εξαθλίωσή τους ταυτοχρόνως την «εμποδίζουν» να απολαύσει με άνεση τα προνόμιά της, την ενοχλούν και της δημιουργούν την αίσθηση του κινδύνου. Η μεσαία τάξη νιώθει μια διαρκή απειλή από όσους της εξασφαλίζουν την ανώτερη θέση της και ταυτόχρονα κινδυνεύει πάντα να βρεθεί σε δυσχερέστερη κατάσταση. Βγήκε λοιπόν στους δρόμους και πήρε την πολιτική κατάσταση στα χέρια της.

Και δεν ήταν η πρώτη φορά· το 2005 η τότε κυβέρνηση Λούλα διοργάνωσε ένα δημοψήφισμα προτείνοντας την απαγόρευση της ελεύθερης πώλησης πυροβόλων όπλων. Τότε το 64% ψήφισε όχι στην απαγόρευση και υπέρ της ελεύθερης πώλησης και χρήσης πυροβόλων όπλων. Ήταν απλώς μια επίδειξη δύναμης αυτής της κοινωνικής ομάδας.

Σήμερα, οι ιδιοκτήτες «μικρών» καταστημάτων που «αναγκάζονται» να βγαίνουν βόλτα με θωρακισμένα αυτοκίνητα και ένοπλους οδηγούς, και δεν μπορούν ν’ απολαύσουν τον καφέ τους στην πλατεία, όπως οι παριζιάνοι και βερολινέζοι φίλοι τους, «καταπιέζονται» βάναυσα από ένα νόμο των «αιμοσταγών κομμουνιστών» που επιβάλλει ότι το οικιακό προσωπικό (μαγείρισσες, καθαρίστριες, νταντάδες κλπ.) πρέπει να είναι νόμιμα εργαζόμενο, να αμείβεται τις υπερωρίες, να έχει …ωράριο και κοινωνική ασφάλιση. Το 2011 υπήρχαν 6,7 εκατομμύρια οικιακοί εργαζόμενοι, από τα οποία το 93% ήταν γυναίκες. Και μόνο το ένα τρίτο περίπου εργαζόταν νόμιμα, χωρίς μαύρη εργασία.

Οι κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος (ΡΤ), από το 2002 ως το 2015 (ανατροπή της Ντίλμα Ρουσέφ) σχηματίζονταν με την υποστήριξη ενός υπολογίσιμου τμήματος της μεσαίας και ανώτερης τάξης που ήθελε «εκσυγχρονισμό» του καπιταλισμού της Βραζιλίας και ανακατάταξη στις οικονομικές σχέσεις. Ο πρώτος αντιπρόεδρος του Λούλα ήταν ο Ζοζέ Αλενκάρ, συντηρητικός πολιτικός και ιδιοκτήτης εργοστασίων με 20.000 εργάτες και ευαγγελικός στο θρήσκευμα.

Στην περίοδο διακυβέρνησης της Ντίλμα Ρουσέφ, αντιπρόεδρός της ήταν ο Μισέλ Τεμέρ, εκπρόσωπος των πιο δεξιών πολιτικών απόψεων, που ξεκίνησε την καριέρα του ως υπουργός δημόσιας τάξης της δικτατορίας (πολιτικός προϊστάμενος των βασανιστών δηλαδή) στην πολιτεία του Σάο Πάολο. Σε όλη την περίοδο διακυβέρνησης από την αριστερά, το Εργατικό Κόμμα είχε λιγότερες από 100 έδρες στο κοινοβούλιο των 500 μελών και κυβερνούσε σε συμμαχία με δεξιά έως και ακροδεξιά κόμματα. Ωστόσο στη διάρκεια των κυβερνήσεών του, υπήρξε μια αισθητή κοινωνική κινητικότητα, καθώς υπολογίζεται ότι ένα 40% μετακινήθηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Οι κυβερνήσεις του ΡΤ πέτυχαν μια μικρή οικονομική βελτίωση για τις κατώτερες τάξεις και τους έδωσαν «δικαίωμα παρουσίας» στην κοινωνική ζωή, χωρίς όμως να θίξουν καθόλου τα συμφέροντα των ανώτερων οικονομικά τάξεων, χωρίς να επιβάλλουν νέους φόρους, και με αισθητή βελτίωση όλων των δεικτών της οικονομίας. Αυτό έγινε εφικτό λόγω της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας και της διεθνούς οικονομικής ισχύος της Βραζιλίας.

Η οικονομική κρίση δεν έπληξε ιδιαιτέρως τη Βραζιλία, ωστόσο έγινε αισθητός ο κίνδυνος ανατροπής της προηγούμενης ευμάρειας. Ταυτοχρόνως, οι «νεοφερμένοι» στη μεσαία τάξη, έκαναν την εμφάνισή τους στην πολιτική.

Το 2013 έγινε μια μεγάλη εξέγερση της νεολαίας, με αφορμή την αύξηση της τιμής των αστικών συγκοινωνιών, πρωτοφανέρωτη για τα δεδομένα της Βραζιλίας. Τα πλήθη που βγήκαν στους δρόμους προξένησαν τρόμο στην εξουσία που ετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου. Τις μέρες εκείνης της εξέγερσης έκαναν την εμφάνισή τους στις διαδηλώσεις οι πρώτες φασιστικές ομάδες, με σημαίες της Βραζιλίας και συνθήματα εναντίον των πολιτικών κομμάτων, με πανό που ζητούσαν την επέμβαση του στρατού, δικτατορία. Οι φωτογραφίες ευκατάστατων λευκών ζευγαριών με κιτρινοπράσινα μπλουζάκια που πήγαιναν στη διαδήλωση με την υπηρέτρια να σπρώχνει το καροτσάκι με τα μωρά τους είχαν προκαλέσει πολύ γέλιο. Από το 2013 ώς σήμερα όμως, για πέντε περίπου χρόνια, κατέβηκαν σε αμέτρητες κιτρινοπράσινες διαδηλώσεις για να ανατρέψουν την φανταστική «κομμουνιστική δικτατορία που τους καταπίεζε».

Και επιπλέον σήμερα από πολλές πλευρές ακούγεται το αυθόρμητο συμπέρασμα ότι το μόνο που πετυχαίνουν οι αριστερές κυβερνήσεις είναι την άνοδο του φασισμού, συνεπώς καλύτερα να τις αποφεύγουμε και να ανεχτούμε έναν μετριοπαθή νεοφιλελευθερισμό, μέχρι να ωριμάσουν άλλες συνθήκες.


Η λευκή επιταγή προς Μπολσονάρο και οι Αντιστάσεις

Από τις γνωστές οικογένειες πολιτικών «τσιφλικάδων» της Βραζιλίας, ο Αντόνιο Κάρλος Μαγκαλιάες, πάντα με την παραδοσιακή δεξιά και κρατώντας αποστάσεις από το νεοφασισμό, δήλωσε ότι «Η ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΣΟΝΑΡΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΛΕΥΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΠΟΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ».

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μπολσονάρο προσπαθούσε να σχηματίσει την κυβέρνησή του εξασφαλίζοντας μια συμμαχία των «στρατιωτικών» με τους «φιλελεύθερους», ώστε να μπορέσουν να βγουν «τα κουκιά» στο κοινοβούλιο. Φυσικά έχει μετριάσει τους τόνους, έχει κόψει τις κορώνες κατά ομοφυλοφίλων, γυναικών, μαύρων και φτωχών και προσπαθεί να δείξει ανθρώπινο πρόσωπο.

Ήδη πριν από τις εκλογές, ο Μπολσοναρισμός ταυτόχρονα με τις επιθετικές ατάκες κατά των δημοκρατικών ελευθεριών διέδιδε ότι δεν θα εφαρμόσει αυτά που υπόσχεται. Ήταν μια σχιζοφρενική προεκλογική πολιτική. Ο «εθνοσωτήρας» υποστήριζε έναν «άλλο» τύπο διακυβέρνησης, αλλά έλεγε ψέματα. Εξέφραζε τις πιο ακραίες θέσεις κατά γυναικών, λόγου χάρη, και ταυτόχρονα έκλεινε το μάτι λέγοντας «τα λέμε αυτά για να ταπώσουμε τα κουμούνια, δεν θα πειράξουμε τα δικαιώματα των γυναικών». Συνεχώς δημιουργούσε ένα προπέτασμα καπνού, μια θολούρα γύρω από το πρόγραμμά του. Ο στόχος ήταν η λευκή επιταγή, η τυφλή υποστήριξη στον «ΜΥΘΟ». Ο ιδιοκτήτης ενός μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού, δήλωσε ότι με το τρόπο αυτό ελπίζει ότι ο Μπολσονάρο θα κυβερνήσει για 8 χρόνια και για τα επόμενα 8 ο Σέρτζιο Μόρο (ο δικαστής που έβαλε στη φυλακή το Λούλα και τώρα αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης).

Στην οικονομική πολιτική μάλλον δεν έχει άλλη επιλογή εκτός από την προώθηση των ήδη εφαρμοζόμενων ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με ιδιωτικοποιήσεις· μένει να δούμε πώς θα τις ισορροπήσει με τον ιδιόμορφο εθνικισμό και προστατευτισμό της Βραζιλιάνικης οικονομίας, τον κρατικό έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας και τα παιχνίδια των συναλλαγματικών ισοτιμιών, την προστασία των συμφερόντων της αγροτοβιομηχανίας (σόγια, κρέας, βιοκαύσιμα, ξυλεία κλπ.), καθώς και το μεγάλο θέμα των πρώτων υλών και του πετρελαίου.

Εξάλλου, σύμφωνα με ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ, αρκετά οικονομικά στελέχη της τωρινής κυβέρνησης θα συμμετέχουν και στην περίφημη «νέα εποχή» του Μπολσονάρο, όπως ο πρώην υπουργός οικονομικών της Ντίλμα Ρουσέφ Ζοακίμ Λεβί (Joaquim Levy) που μάλλον θ’ αναλάβει την προεδρία της Κρατικής Τράπεζας Επενδύσεων (BNDES), πέτρα αρκετών σκανδάλων που έριξαν την προηγούμενη κυβέρνηση. Άλλη μια απόδειξη της υποκρισίας περί «διαφθοράς» και περί «κάθαρσης».

Ο σχεδιαστής της οικονομικής πολιτικής του Μπολσονάρο, Πάουλο Γκέδες, απόφοιτος της οικονομικής σχολής του Σικάγου, ανυπομονεί να λυθούν τα χέρια του και να ξεμπερδέψει γρήγορα με διάφορα εμπόδια που βάζει η δημοκρατία στην ανάπτυξη της οικονομίας, όπως είναι για παράδειγμα το ότι για τη χρήση φυτοφαρμάκων απαιτείται έγκριση από επιστημονικά ινστιτούτα. Η νέα υπουργός Γεωργίας, Μαρία Κριστίνα, έχει κερδίσει επάξια το παρατσούκλι «Η Μούσα του Δηλητηρίου» αφού στο εξής για τη χρήση φυτοφαρμάκων θα αρκεί μια απλή υπουργική απόφαση. Η όλη εικόνα επιβεβαιώνει τον Έντσο Τραβέρσο, που είχε δηλώσει ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΩΝ MARGINALIA ΟΤΙ Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ.

Στον τομέα των πολιτικών ελευθεριών και την «απελευθέρωση» από τις διεκδικήσεις των φτωχών, προβλέπεται επέκταση του αντιτρομοκρατικού νόμου, ώστε να κατασταλούν τα κινήματα καταλήψεων γης και στέγης, το MST (Κίνημα Εργατών Γης) και το MTST (Κίνημα Αστέγων Εργατών), καθώς επίσης και η διαφημισμένη εργατική αντι-μεταρρύθμιση και οι ριζικές αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας.

Ένα από τα μέτρα του Μπολσοναρισμού που ήδη άρχισε να εφαρμόζεται είναι η εκστρατεία «ξεριζώματος του κομμουνισμού από την παιδεία», με καταγγελίες εκπαιδευτικών που κάνουν δήθεν κομμουνιστική προπαγάνδα. Μάλιστα ο Μπολσονάρο έχει ζητήσει να δει και να εγκρίνει ο ίδιος τα θέματα από ένα είδος γενικών εξετάσεων που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στη μέση εκπαίδευση.


Η Οργάνωση της Αντίστασης

Από άποψη πολιτικής έκφρασης η αριστερά σήμερα βρίσκεται σε πολύ άσχημη θέση. Το μόνο κόμμα με ουσιαστική αριστερή τοποθέτηση και δράση, το PSOL, είναι της τάξης του 1% σε ψήφους, και παρότι διπλασιάστηκε η δύναμή του στο κοινοβούλιο (έβγαλε 10 βουλευτές ενώ πριν είχε 5) η επιρροή του περιορίζεται σε νεολαία, φοιτητές, στρώματα διανοουμένων των πόλεων. Από το παλιό Εργατικό Κόμμα δεν μπορούμε να περιμένουμε σχεδόν τίποτα, ωστόσο υπάρχει ακόμα ένα πολιτικό κεφάλαιο σε παλιά στελέχη του που έχουν μείνει έξω από τη φθορά της εξουσίας.

Οι φοιτητές στα περισσότερα πανεπιστήμια αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης στον Μπολσοναρισμό που πήρε τα μικρότερα ποσοστά στις ηλικίες 17-26 ετών. Σχεδόν παντού έγιναν αντιφασιστικές συγκεντρώσεις πριν και μετά τις εκλογές.

Τα συνδικάτα, γραφειοκρατικά και ημικρατικά, σίγουρα θα προβάλλουν κάποια αντίσταση, κυρίως λόγω απειλής των προνομίων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας· ακόμα και το δεξιό συνδικάτο Forza Sindical, τοποθετήθηκε ήδη κατά των προγραμματικών δηλώσεων του Μπολσονάρο. Ωστόσο, είναι αδύνατο αυτά τα συνδικάτα να οργανώσουν τις μάζες των εργαζομένων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Πιθανόν στην πορεία της σύγκρουσης να προκύψουν άλλες μορφές οργάνωσης.

Αναμφισβήτητα όμως και ανεξάρτητα από πολιτικούς σχεδιασμούς, θα οξυνθούν οι κοινωνικές συγκρούσεις καθώς στη Βραζιλία υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων τα οποία αντιστέκονται στον καπιταλισμό μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. 

Αμέτρητοι άνθρωποι αποτελούν ντε φάκτο εμπόδιο και αντίσταση διότι τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα κατακλύζουν τους οικισμούς τους, καταστρέφουν τα ψάρια από τα οποία τρέφονται, προξενούν επιδημίες ελονοσίας και δάγκειου πυρετού και τους εξωθούν να φύγουν στις πόλεις, όπου θα ζουν είτε άστεγοι στους δρόμους είτε στις παραγκουπόλεις της περιφέρειας. Επίσης, οι αχανείς καλλιέργειες σόγιας και η καταστροφή δασών πετούν πολλούς ανθρώπους κυριολεκτικά στην «άκρη του δρόμου», στο χώρο μεταξύ ασφάλτου και συρματοπλεγμάτων, στη μοναδική μη ιδιόκτητη γη όπου μπορούν να στήσουν τους καταυλισμούς τους από μαύρα πλαστικά και φοινικόφυλλα. Οι αυτόχθονες λαοί, αμέτρητες φυλές σε μεγάλες εκτάσεις, χάνουν μέρα με τη μέρα τα στοιχειώδη μέσα για την ύπαρξή τους και εκ των πραγμάτων «αντιστέκονται» στην οικονομική ανάπτυξη μόνο και μόνο επιμένοντας να ζουν στον τόπο τους. Αλλά ακόμα και όσοι μεταναστεύουν στις μεγαλουπόλεις για να καταλήξουν γκαραζιέρηδες, ανακυκλωτές σκουπιδιών ή ζητιάνοι, επίσης ενοχλούν, αφού κοιμούνται στους δρόμους, εμποδίζοντας την τουριστική ανάπτυξη και τον εξωραϊσμό των κέντρων, και διεκδικούν το …δικαίωμά τους να μην πυροβολούνται από συμμορίες παραστρατιωτικών που αναλαμβάνουν την «καθαριότητα» μιας περιοχής.

Ο Μπολσοναρισμός είναι η νέα έκφραση ενός παλιού φαινομένου στη Βραζιλία, τη μαχητική είσοδο στην πολιτική νέων κοινωνικών ομάδων, ένα κίνημα που διεκδικεί «βαρβαρότητα και όχι σοσιαλισμό» με την ελπίδα να ξεφύγει από το εγγενές αδιέξοδο που το ίδιο το σύστημα δημιουργεί. Ελπίζει να συνδυάσει το ισχυρότερο αυταρχικό κράτος για τους φτωχούς με την απόλυτη ασυδοσία των κεφαλαίων, την ανεμπόδιστη κερδοφορία με την απόλυτη καταστολή.

Όμως, το τραγικό ιστορικό πρόβλημα της Βραζιλίας είναι ότι παρά τις αναλογίες μεγεθών, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει ούτε ΗΠΑ -που πέρασαν από επανάσταση και εμφύλιο πόλεμο- ούτε Ευρώπη, από την οποία κατάγονται αρκετά στοιχεία της, αλλά ούτε και σαν τη σημερινή ανταγωνιστική της Κίνα (τον αυταρχισμό της οποίας θα ζηλεύουν αιωνίως οι βραζιλιάνοι ολιγάρχες), ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της χώρας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην ιστορική της εξέλιξη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.