Σελίδες

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Kowloon Walled City, η πιο άναρχη πόλη του κόσμου


Το άρθρο ‘Kowloon Walled City, η πιο άναρχη Πόλη του Κόσμου’ της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ δημοσιεύτηκε στο TETARTOPRESS. Στην πηγή μπορείτε να δείτε και άλλες χαρακτηριστικές φωτογραφίες από την πόλη.



Η Kowloon Walled City ήταν μία ασύλληπτα πυκνοκατοικημένη πόλη στην περιοχή Kowloon στο Χονγκ Κονγκ και αποτελούσε μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1994, τον πιο πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό της γης. Η ιδιαιτερότητά της, δεν ήταν μόνο πως αριθμούσε περίπου 33.000 κατοίκους και 8.800 σπίτια, σε μόλις 28.000 τετραγωνικά μέτρα, αλλά και η απολύτως άναρχη δόμησή της.

Οι κατασκευές της και τα περισσότερα από τα 350 περίπου κτίρια χτίστηκαν σε φτωχά θεμέλια δημιουργώντας ένα συγκρότημα συνδεδεμένων πολυκατοικιών που σχεδόν αποτελούσαν ένα γιγαντιαίο οικοδομικό τετράγωνο. Τα δεκάδες σοκάκια της πόλης ήταν μόλις 1-2 μέτρα πλάτος με ανεπαρκέστατο φωτισμό και δίκτυο αποστράγγισης.
Ένα ανεπίσημο δίκτυο κλιμακοστασίων και περασμάτων σχηματίστηκαν στους ανώτερους ορόφους, τόσο εκτεταμένο που μπορούσε κάποιος να διασχίσει ολόκληρη την πόλη χωρίς να χρειαστεί να πατήσει στο έδαφος.
Αρχικά υπήρξε ένα κινέζικο στρατιωτικό φρούριο που μετατράπηκε σε «νεκρή ζώνη» μετά την εκμίσθωση των εδαφών της Βρετανίας από την Κίνα το 1898. Παρά το μετασχηματισμό της από οχυρό σε αστικό θύλακα, η Walled City διατήρησε την ίδια βασική διάταξη.
Η πόλη υπήρξε υπό Ιαπωνική κατοχή στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ μετά την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945, η Κίνα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ανακτήσει τα δικαιώματά της στην Walled City. Πρόσφυγες από την ηπειρωτική Κίνα κατέφυγαν στην περιοχή και περίπου 2.000 καταληψίες κατέλαβαν την Walled City μέχρι το 1947.
Τον Ιανουάριο του 1950, ξέσπασε μια πυρκαγιά που κατέστρεψε πάνω από 2.500 σπίτια, που κατοικούσαν σχεδόν 17.000 άτομα. Τα ερείπια υπήρξαν αφορμή για νέα εισροή κατοίκων στην Walled City διεκδικώντας την ευκαιρία να χτίσουν εκ νέου και να ζήσουν στην περιοχή.
Η πόλη υπέστη ξανά μια μαζική ανοικοδόμηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, χτίζοντας νέες κατασκευές πάνω στις ήδη υπάρχουσες, με αποτέλεσμα η πόλη να φτάσει στο μέγιστο μέγεθός της στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μοναδικός περιορισμός υπήρχε στο ύψος των κτιρίων (μέχρι 14 ορόφους) εξαιτίας της θέσης του αεροδρομίου Kai Tak και των χαμηλών πτήσεων των αεροσκαφών.
Οκτώ «δημοτικοί» σωλήνες παρείχαν νερό σε ολόκληρη τη δομή, αν και μεγάλο μέρος της υδροδότησης ήταν από πηγάδια. Μερικοί από τους δρόμους φωτίζονταν από φώτα φθορισμού, καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς το ηλιακό φως σπάνια έφτανε στα χαμηλότερα επίπεδα. Μια κυρίαρχα κλειστοφοβική αίσθηση σε μια πνιγηρή πόλη – φυλακή.
Η περιοχή ήταν μεν ιδιοκτησία Βρετανών αλλά διοικητικά ανήκε στην Κίνα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ισχύσει κανένας θεσπισμένος νόμος από καμία εκ των δύο αρχών. Χωρίς καμία κυβερνητική επιβολή από Κίνα ή Βρετανία (εκτός από μερικές επιδρομές της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ), η περιοχή έγινε καταφύγιο παρανόμων και χώρος δράσης του οργανωμένου εγκλήματος και μόλις το 1973-74, ξεκινά μια σειρά αστυνομικών επιδρομών με 2.500 συλλήψεις στις οποίες κατασχέθηκαν πάνω από 1.800 κιλά ναρκωτικών. Οι επιχειρήσεις γίνονταν με την ευρεία στήριξη των κατοίκων, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί δραστικά η δύναμη του οργανωμένου εγκλήματος.
Παρόλο που η Walled City υπήρξε για πολλά χρόνια εστία εγκληματικής δραστηριότητας, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν εμπλέκονταν σε αυτή και ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους. Πολυάριθμα μικρά εργοστάσια και επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν και ορισμένοι κάτοικοι σχημάτισαν ομάδες για να οργανώσουν και να βελτιώσουν την καθημερινή τους ζωή. Οι κάτοικοι δημιούργησαν τους δικούς τους κανόνες, μια σειρά (ελλειπή μεν, αλλά υπαρκτή) υπηρεσιών κοινωνικής ωφέλειας, όπως ομάδες πυρόσβεσης (προέκυψαν από την καταστροφική πυρκαγιά του 1950), σχολεία και επιχειρήσεις που βασίζονταν κυρίως στην ανταλλακτική οικονομία.
Ως απάντηση στις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, οι κάτοικοι δημιούργησαν μια στενά συνδεδεμένη κοινότητα, βοηθώντας ο ένας τον άλλον στις δυσκολίες. Οι στέγες των κτιρίων, ήταν ένας σημαντικός τόπος συγκέντρωσης, ειδικά για τους κατοίκους που ζούσαν στους πάνω ορόφους. Οι γονείς τις χρησιμοποίησαν για να χαλαρώνουν και τα παιδιά για να παίξουν ή να διαβάσουν.
Το yamen το κεντρικότερο κτίριο, ήταν επίσης ένα σημαντικό κοινωνικό κέντρο, ένα μέρος για τους κατοίκους να συζητούν, να παρακολουθούν τηλεόραση και να κάνουν μαθήματα όπως η καλλιγραφία.
Πολλοί συγγραφείς, κινηματογραφιστές, σχεδιαστές παιχνιδιών και εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν χρησιμοποιήσει την Walled City για να μεταδώσουν μια αίσθηση καταπιεστικής αστικοποίησης ή απεριόριστης εγκληματικότητας.
Με την πάροδο του χρόνου, παρά τη μείωση της εγκληματικότητας, τόσο η βρετανική όσο και η κινεζική κυβέρνηση θεώρησαν πως η πόλη πρέπει να πάψει να υπάρχει, κυρίως λόγω της υποβαθμισμένης ποιότητας ζωής και των ελλιπέστατων υγειονομικών συνθηκών. Έτσι συναποφάσισαν την κατεδάφιση της και τη μετατροπή της σε πάρκο.
Μετά από μια επίπονη διαδικασία απομάκρυνσης, η κατεδάφιση άρχισε το Μάρτιο του 1993 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1994. Παρά την αποζημίωση των κατοίκων και των επιχειρήσεων, ορισμένοι κάτοικοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον οικισμό με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν βίαια μεταξύ Νοεμβρίου 1991 και Ιουλίου 1992. Οι εργασίες κατασκευής του Kowloon Walled City Park άρχισαν το Μάιο του 1994.
Το Kowloon Walled City Park άνοιξε τον Δεκέμβριο του 1995 και καταλαμβάνει την περιοχή της πρώην Walled City. Έχουν διατηρηθεί εκεί κάποια ιστορικά αντικείμενα από την Walled City, συμπεριλαμβανομένου του κτιρίου yamen και των υπολειμμάτων της Νότιας Πύλης.
Το πάρκο είναι έκτασης 31.000 τ.μ., ενώ τα μονοπάτια και τα περίπτερα του πάρκου πήραν τις ονομασίες τους από τους δρόμους και τα κτίρια της πόλης. Κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης σημαντικό μέρος αρχαιολογικών ευρημάτων ήρθαν στο φως, τα οποία εκτίθενται πλέον στο πάρκο.

Πηγή: TETARTOPRESS, με περισσότερες, χαρακτηριστικές φωτογραφίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.