Η Μαρία Λουκά, η δημοσιογράφος που καλύπτει την πολύκροτη δίκη από την πρώτη στιγμή εξηγεί βήμα προς βήμα το παράδοξο του να κηρύσσεται κάποιος ένοχος για βιασμούς ανηλίκων, αλλά να αφήνεται προκλητικά ελεύθερος. Αναδημοσιεύουμε το άρθρο από το AMPA.LIFO.GR
Η δίκη Λιγνάδη δεν ήταν μόνο κρίσιμη για το ελληνικό metoo, πολύμηνη και κοπιαστική, ήταν και άγρια. Η δικαστική αίθουσα σε αρκετές συνεδριάσεις μετατράπηκε σε αρένα που εφαρμόστηκαν με τρομακτική σφοδρότητα όλες οι πρακτικές επανατραυματισμού ατόμων που κατήγγειλαν σεξουαλική βία. Η ψυχολογική εξόντωση τους ήταν μια σαφής επιλογή της υπεράσπισης που ξετυλίχθηκε με την ανοχή της δικαστικής έδρας.
Είναι ενδεικτικό πως ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑΖΑΝ ΣΥΧΝΑ ΣΤΑ SOCIAL MEDIA ΠΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΑΝ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΛΙΓΝΑΔΗ. Μετά από πέντε και κάτι μήνες, λοιπόν, 30 συνεδριάσεις, μια ογκωδέστατη δικογραφία, πλήθος μαρτύρων, μετά την ιστορική εισήγηση του εισαγγελέα Κωνσταντίνου Κούντρια που πρότεινε την ενοχή του Δημήτρη Λιγνάδη και για τους τρεις καταγγέλλοντες που εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με μια σύγχρονη επιχειρηματολογία αποδόμησης της κουλτούρας βιασμού, την Τετάρτη 13 Ιουλίου το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο έβγαλε την πολυαναμενόμενη απόφαση.
Κατανοώ πως αυτό που επικαθόρισε στο συλλογικό συναίσθημα την απόφαση ήταν το σάστισμα και η οργή για τον ανασταλτικό χαρακτήρα της ποινής. Εύλογο και δίκαιο. Επειδή, όμως, ταυτόχρονα από το βράδυ της Τετάρτης έχει ξεκινήσει και μια επικοινωνιακή επιχείρηση παραποίησης της απόφασης του δικαστηρίου από τον καταδικασμένο πλέον πρωτόδικα Δημήτρη Λιγνάδη, τον συνήγορο του και διάφορους αυτόκλητους υπερασπιστές, θα επιδιώξω μια όσο το δυνατό νηφάλια ανατομία της δικαστικής απόφασης, της σημασία της και των προβληματικών της.
Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού έκρινε ένοχο τον Δημήτρη Λιγνάδη για δύο βιασμούς ανήλικων ατόμων. Τον έκρινε αθώο κατά πλειοψηφία λόγω αμφιβολιών για την υπόθεση του πρώτου μηνυτή και τότε ανήλικου Α. Αυτό δε σημαίνει πως αποφάνθηκε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έλεγε ψέματα ή είχε κάποια υστεροβουλία αλλά πως οι δικαστές και δύο από τους ενόρκους διατήρησαν ορισμένες αμφιβολίες, όπου στις δίκες οι αμφιβολίες λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε μνημονικές ασυνέχειες που είχε ο καταγγέλλων κατά την εξιστόρηση των γεγονότων, οι οποίες εντούτοις εξηγούνται με βάση την ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη του τραύματος, πολλώ δε μάλλον όταν αναφερόμαστε σε ανήλικα θύματα σεξουαλικής βίας, για την κακοποίηση των οποίων χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία της νάρκωσης.
Πρόκειται για παραδοχές που είδε ο εισαγγελέας και ως εκ τούτου πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου και για τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά δεν ενστερνίστηκε το δικαστήριο στην τελική του απόφαση, η οποία όμως κρίνεται όχι μόνο από την κοινωνία μα και από τους ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς που έχουν πλέον τη δυνατότητα παρέμβασης.
Τον έκρινε, τέλος, αθώο για την υπόθεση της καταγγελίας βιασμού από τον ΔΜ, διότι ο μηνυτής δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Ούτε αυτό σημαίνει ότι δεν ισχύει η καταγγελία. Ειδικά όταν μιλάμε για τέτοιας φύσης εγκλήματα και για ευάλωτα άτομα όπως ο μηνυτής ΔΜ που έχει δηλώσει πως είναι τοξικοεξαρτημένος, είναι πιθανό να μην υπάρχουν εκείνα τα αποθέματα ανθεκτικότητας για να ανταπεξέλθει κάποιος σε μια τόσο επώδυνη διαδικασία. Με βάση, όμως, τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, η μη εμφάνιση αδυνατίζει πολύ τη θέση του καταγγέλλοντος, όποτε σ’ έναν βαθμό ήταν αναμενόμενη η απόφαση.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, ο Δημήτρης Λιγνάδης κρίθηκε ένοχος για δύο βιασμούς ανηλίκων. Έχει τεράστια σημασία για τις δίκες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας κι ακόμα περισσότερη αν αναλογιστεί κανείς την αβυσσάλεα διαφορά ισχύος μεταξύ των θυμάτων και του δράστη. Πρόκειται για δύο παιδιά με μεταναστευτική καταγωγή που είχαν απορριφθεί ή εγκαταλειφθεί από τις οικογένειες τους, στο φάσμα της φτώχειας και της ένδειας, που είχαν απέναντι τους έναν άνθρωπο με εξουσία, πλούσιους φίλους κι ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο.
Το δικαστήριο τα πίστεψε κι είναι μια ελάχιστη έστω δικαίωση για τα ίδια που βίωσαν ένα ανελέητο victim blaming, μαζί κι ένα άνοιγμα δρόμου για άλλα θύματα που πιθανόν να υπάρχουν και να διστάζουν. Αν το αποφασίσουν, θα ξέρουν πως δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου αλλά ένα άτομο ήδη καταδικασμένο για βιασμούς ανηλίκων.
Η βασική υπερασπιστική γραμμή περί «σκευωρίας» όσο νεφελωδώς και αορίστως κι αν αρθρώθηκε, θέτοντας κάθε φορά στο κάδρο μια διαφορετική σκοπιμότητα και προσθαφαιρώντας ανθρώπους κατά το δοκούν, κατέρρευσε. Καμία σκευωρία δεν αποδείχθηκε, καμία σκευωρία δεν έγινε αποδεκτή ως ισχυρισμός από το δικαστήριο. Αντίθετα υπάρχουν αρκετές προσωπικότητες, δημοσιογράφοι, σκηνοθέτες, μάρτυρες που καθυβρίστηκαν και συκοφαντήθηκαν ως «σκευωροί» , που μπορούν – εάν το επιθυμούν – να κινήσουν τις προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες για την αποκατάστασή τους. Από εκεί και πέρα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών αυτεπάγγελτα οφείλει να ελέγξει τις αντιδεοντολογικές και παράτυπες συμπεριφορές που διαπιστώθηκαν.
Δεν γίνεται στην αποτίμηση της απόφαση και της διαδικασίας στο σύνολο της να μην αξιολογηθούν οι χειρισμοί της προέδρου Παναγιώτας Γιούπη, που προξένησαν ιδιαίτερη εντύπωση. Η πρόεδρος σε όλα τα στάδια της δικαστικής διερεύνησης έδειξε αξιοπερίεργη ανεκτικότητα στις τακτικές της υπεράσπισης, ακόμα κι όταν αυτές ήταν καταφανώς αντικαταστατικές και εκτός πλαισίου, δεν προστάτεψε τους καταγγέλλοντες όπως ορίζεται από τη νομολογία περί «μη επαναθυματοποίησης θυμάτων της εγκληματικότητας», απέρριψε αρκετά αιτήματα της Πολιτικής Αγωγής – μεταξύ των οποίων και να επιδειχθούν στο ακροατήριο κατασχεθέντα αρχεία από τις έρευνες στο σπίτι του Λιγνάδη που εμπεριείχαν φωτογραφίες και συνομιλίες με ανήλικα άτομα – όπως και αρκετά αιτήματα του εισαγγελέα.
Το πόσο εσφαλμένη ήταν η κρίση, διαφάνηκε ήδη από τις πρώτες δηλώσεις που έκανε εξερχόμενος από τη φυλακή. Ερμήνευσε το αποτέλεσμα περίπου ως αθωωτικό και με αλαζονικό ύφος εκτόξευσε ρεβανσιστικούς υπαινιγμούς. Αν κινδυνέψει ή πληγεί κάποιο καινούργιο άτομο, αν εκφοβιστούν θύματα και μάρτυρες που δεν έχουν μιλήσει έως τώρα αλλά μπορεί να το επεξεργάζονται, αν παρενοχληθούν ή απειληθούν οι καταγγέλλοντες, το κρίμα θα ανήκει σε αυτούς και αυτές που δρομολόγησαν και υλοποίησαν την απόφαση.
Έδειξε, δηλαδή, μεροληψία προς την πλευρά του κατηγορουμένου, η οποία αποκρυσταλλώθηκε επίσημα στην επιλογή της να ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του για όλες τις υποθέσεις, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση και ενώ τόσο ο εισαγγελέας Σπυρόπουλος της προδικασίας, όσο και ο εισαγγελέας Κούντριας της έδρας δέχτηκαν πλήθος προσβλητικών χαρακτηρισμών από τον συνήγορο υπεράσπισης. Επιπλέον, σε όλες τις μετέπειτα ψηφοφορίες που αφορούσαν στην αναγνώριση ελαφρυντικών – πλην αυτής για τον σύννομο βίο –, στον προσδιορισμό της ποινής και στον ανασταλτικό χαρακτήρα τοποθετήθηκε υπέρ της ηπιότερης μεταχείρισης, αγνοώντας πάλι τις σχετικές προτάσεις του εισαγγελέα.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταδικάστηκε τελικά σε 12 χρόνια για τους δύο βιασμούς και χωρίς την αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού. Κι έπειτα ήρθε η απόφαση που άφησε εμβρόντητη ολόκληρη την κοινωνία, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Ο εισαγγελέας εν προκειμένω πρότεινε να μην δοθεί ανασταλτικός χαρακτήρας, καθώς έκρινε πως ο καταδικασθείς είναι ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος. Θυμίζω πως με σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα ο Δημήτρης Λιγνάδης προφυλακίστηκε ως «ύποπτος τέλεσης νέων εγκλημάτων», οπότε προκύπτει αβίαστα η διερώτηση πως γίνεται τώρα που καταδικάστηκε κιόλας να μην ληφθεί υπόψη αυτός ο κίνδυνος;
Ο συνήγορος του προσπάθησε να πλασάρει ως υποχρεωτική την αναστολή απευθυνόμενος αρχικά στους ενόρκους και μετέπειτα στα media. Δεν ισχύει. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει κάποιους όρους, όπως και ότι δεν είναι ύποπτος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Προφανώς ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν πληροί μια τέτοια προϋπόθεση, οι καταγγελίες που τον βαραίνουν για πράξεις ασέλγειας και βιασμών από το 1984 μέχρι αυτές που έφτασαν στο ακροατήριο, οι συνεχείς επιδιώξεις του να συναναστρέφεται με ανήλικα παιδιά με τρόπο τουλάχιστον ανοίκειο – όπως προέκυψε από τις καταθέσεις μαρτύρων και από τα κατασχεθέντα αρχεία, η μη ανάληψη ευθύνης για τις πράξεις του, τον καθιστούν επικίνδυνο. Γι’ αυτό ορθώς ο εισαγγελέας τάχθηκε κατά της αναστολής.
Ήταν η πρόεδρος και η μια τακτική δικαστής που ούτως ή αλλως ψήφισαν υπέρ του κατηγορουμένου στις ψηφοφορίες και κατόρθωσαν να πείσουν δύο ενόρκους για να βγάλουν την απόφαση περί αναστολής. Έτσι ο Δημήτρης Λιγνάδης από το μεσημέρι της Πέμπτης και αφού κατέβαλλε την χρηματική εγγύηση των 30.000 ευρώ, βρίσκεται στο σπίτι του.
Το πόσο εσφαλμένη ήταν η κρίση, διαφάνηκε ήδη από τις πρώτες δηλώσεις που έκανε εξερχόμενος από τη φυλακή. Ερμήνευσε το αποτέλεσμα περίπου ως αθωωτικό και με αλαζονικό ύφος εκτόξευσε ρεβανσιστικούς υπαινιγμούς. Αν κινδυνέψει ή πληγεί κάποιο καινούργιο άτομο, αν εκφοβιστούν θύματα και μάρτυρες που δεν έχουν μιλήσει έως τώρα αλλά μπορεί να το επεξεργάζονται, αν παρενοχληθούν ή απειληθούν οι καταγγέλλοντες, το κρίμα θα ανήκει σε αυτούς και αυτές που δρομολόγησαν και υλοποίησαν την απόφαση.
Οι καταγγέλλοντες νιώθουν απογοητευμένοι, τόσο ο Δημήτρης Λιγνάδης, όσο και ο συνήγορος του με τις παραπλανητικές τους δηλώσεις προσπαθούν να εντείνουν τη δυσφορία που αισθάνονται για να τους οδηγήσουν στο Εφετείο εξουθενωμένους ψυχικά. Ταυτόχρονα λειτουργεί και ως δίδαγμα εμπέδωσης ματαιότητας για οποιονδήποτε και οποιαδήποτε σκεφτεί μελλοντικά να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη. Λησμονούν, όμως, σκόπιμα πως η ετυμηγορία ήταν η ενοχή. Ο Δημήτρης Λιγνάδης δε βγήκε από τη φυλακή ως «θύμα πλεκτάνης». Βγήκε ως βιαστής ανηλίκων. Κι έχει αξία αυτό να το κρατήσουμε.
Μετά από μια σωρεία σκανδαλωδών αποφυλακίσεων κατηγορουμένων για βαριά εγκλήματα, όπως ο δολοφόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου Επαμεινώνδας Κορκονέας, ο καταδικασθείς για συμμετοχή στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου Αθανάσιος Χορταριάς, ο κατηγορούμενος για βιασμό και απόπειρες βιασμού Πέτρος Φιλιππίδης, η αποφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη λειτούργησε ως θρυαλλίδα για την εκδήλωση του κοινωνικού θυμού.
Ο κλονισμός της προ πολλού ραγισμένης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας και δικαιοσύνης μεγάλωσε. Είναι θετικά τα άμεσα ανακλαστικά που επέδειξε η προϊστάμενη της Εισαγγελίας Εφετών, Μαρία Γκανέ, ζητώντας τη διαβίβαση της απόφασης για να μελετήσει το ενδεχόμενο άσκησης έφεσης. Μακάρι να αποδειχθούν ειλικρινή και στην πράξη, γιατί ό,τι βράζει σήμερα, δε θα ξεθυμάνει τόσο εύκολα. Θα γίνει σαράκι στους ιστούς του κοινωνικού σώματος.
Αλλά να μην επιτρέψουμε ούτε για μια στιγμή να ανασκευαστεί η ιστορία και να αποστραγγιστεί η ουσία της ιστορικής δίκης. Να μην στερήσουμε από τους επιζώντες της σεξουαλικής βίας την ενοχή του βιαστή τους κι από κάθε θύμα την προοπτικής της δικαίωσης.
Πηγή: Μαρία Λουκά , AMPA.LIFO.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.