Σελίδες

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Ελληνική Οικονομία: Εξαντλημένη, Αδύναμη, με Χαμηλές Προσδοκίες. Του Γιώργου Αργείτη



Άρθρο του Γιώργου Αργείτη, Επιστημονικού Διευθυντή ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Καθηγητή του τμήματος Οικονομικών Επιστήμων του ΕΚΠΑ, που δημοσιεύτηκε στο ΤΕΥΧΟΣ 473 του  περιοδικού ΣΕΛΦ ΣΕΡΒΙΣ.



Η τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι η βάση για την αξιολόγηση αφενός των συνεπειών των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και αφετέρου των προοπτικών της τα αμέσως επόμενα χρόνια. Η θεμελιακή παραδοχή βάσει της οποίας πρέπει να γίνει η αξιολόγηση αυτή είναι ότι η σταθερότητα και η δυναμική της οικονομίας εξαρτώνται από τις ροές εισοδήματος και ρευστότητας, όπως αυτές μεταβάλλονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ των βασικών τομέων της οικονομίας και μεταξύ της οικονομίας και της κοινωνίας.


H ασκούμενη πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας έχει φτάσει στα όριά της, τόσο ως προς τη μείωση των κοινωνικών δαπανών όσο και ως προς την υπερφορολόγηση των έντιμων φορολογουμένων. Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα υπονομεύσει περαιτέρω τις βασικές δημοσιονομικές λειτουργίες της χώρας, τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
Η ένταση της δημοσιονομικής λιτότητας, κυρίως μέσω της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά τα οποία η οικονομία καλείται να πετύχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, θα επηρεάσει αρνητικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών, την κατανάλωσή τους και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα αφενός τη διατήρηση, αν όχι την επιδείνωση, του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα και αφετέρου την αποδυνάμωση, αν όχι την ανάσχεση, της επεκτατικής προοπτικής του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι εύθραυστη και ενδογενώς αδύναμη. Η βελτίωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αφορά κυρίως σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Η υλοποίηση των προγραμμάτων προσαρμογής δεν έχει επιφέρει κάποιον ουσιαστικό παραγωγικό μετασχηματισμό, που θα δημιουργούσε θετικές προσδοκίες μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο, πιο εξωστρεφές και διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, έχει προκαλέσει μια ιστορικής κλίμακας αποεπένδυση, η οποία υπονομεύει τη μακροχρόνια δυναμική της οικονομίας. Χαρακτηριστικά, οι επιχειρήσεις υπέστησαν απώλεια κεφαλαιακού αποθέματος 33,9 δισ. ευρώ μεταξύ β΄ τριμήνου 2009 και β΄ τριμήνου 2016, ενώ στο σύνολο της οικονομίας το αντίστοιχο μέγεθος υπερβαίνει τα 76 δισ. ευρώ.
Ανησυχητική επίσης εξέλιξη στο μακροοικονομικό σύστημα της οικονομίας είναι η απόκλιση της κατανάλωσης από το διαθέσιμο εισόδημα μετά το 2012. Τα νοικοκυριά εμφανίζονται να έχουν αρνητικές νέες αποταμιεύσεις και μείωση του πλούτου τους. Αυτό έχει αρνητική επίδραση στις καταθέσεις τους και στη δυνατότητα ικανοποίησης των φορολογικών και των δανειακών υποχρεώσεών τους.
Οι προαναφερόμενες τάσεις και κυρίως η περαιτέρω επιδείνωσή τους θα υπονομεύουν τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, η αβεβαιότητα και η αστάθεια στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον δεν δημιουργούν υψηλές προσδοκίες για την εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας, εκτός ίσως του τουρισμού.
Η συνοχή της αγοράς εργασίας θυσιάστηκε στο όνομα της ιδεοληπτικής συσχέτισης της ανταγωνιστικότητας με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Το ποσοστό της ανεργίας, κοντά στο 23,5%, εξακολουθεί να είναι οικονομικά και κοινωνικά μη αποδεκτό, καθώς περιορίζει δραστικά το πραγματικό και το δυνητικό προϊόν της οικονομίας και επιδεινώνει το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας. Αν λάβουμε υπόψη και τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση, τότε η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι δραματική. Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%, ενώ το ποσοστό της ανεργίας στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%.

Πηγή: ΣΕΛΦ ΣΕΡΒΙΣ, Τεύχος 473

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.