Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Μεγάλος Περίπατος: Εξευγενισμός, Τουριστικοποίηση και το Δικαίωμα στην Πόλη


Στο άρθρο ‘Μεγάλος Περίπατος: Εξευγενισμός, Τουριστικοποίηση και το Δικαίωμα στην Πόλη’ επιχειρείται μια εφ’ όλης της ύλης ανάλυση και κριτική των στοχεύσεων και των επιπτώσεων του Μεγάλου Περιπάτου. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση εκ μέρους της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ (ΑΚΕΑ) στην εκδήλωση «ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ: ΣΤΟΧΟΙ, ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ», που έγινε την Τρίτη 14 Ιουλίου στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο.
 
Με κόκκινο η περιοχή παρέμβασης του Μεγάλου Περίπατου, με κίτρινη διαγράμμιση ο θύλακας της παρέμβασης όπου θα εφαρμοστεί πεζοδρόμηση ή μείωση κυκλοφορίας οχημάτων.

Τι είναι ο Μεγάλος Περίπατος;
Ο Μεγάλος Περίπατος είναι ένα σύνολο παρεμβάσεων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας το οποίο περιλαμβάνει δύο σκέλη:

  • Την πεζοδρόμηση (περιοχές «ελεύθερες από Ι.Χ.») του εμπορικού τριγώνου, της Πλάκας και του Μοναστηρακίου
  • Την παρέμβαση στους οδικούς άξονες που περιβάλλουν τον παραπάνω θύλακα, στην κατεύθυνση της μείωσης της κίνησης των αυτοκινήτων, με διάφορες διαβαθμίσεις, από την πλήρη πεζοδρόμηση έως την διεύρυνση των πεζοδρομίων.
Η περιοχή παρέμβασης είναι κάπως ευρύτερη από τον πεζοδρομημένο θύλακα και περιλαμβάνει επίσης το Ψυρρή, τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, τον λόφο του Αρδηττού με το Καλλιμάρμαρο, την περιοχή γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου, την περιοχή από τα Προπύλαια έως την πλατεία Κολωνακίου και την περιοχή της Πατησίων γύρω από το Πολυτεχνείο και το Μουσείο.

Οι στόχοι του Μεγάλου Περίπατου
Η παρέμβαση περιλαμβάνεται στο ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ της σημερινής δημοτικής αρχής, στο οποίο διαβάζουμε:
«Η Αθήνα είναι μια πόλη με διεθνή ακτινοβολία και μοναδική πολιτιστική κληρονομιά και φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα σήμερα που καταγράφεται αυξημένο τουριστικό ενδιαφέρον είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο ένα έργο ενοποίησης των σημαντικών σημείων της πόλης που προσελκύουν πολύ μεγάλο αριθμό επισκεπτών.»
Η στόχευση της παρέμβασης είναι εξαιρετικά σαφής. Πρόκειται για την ανάπλαση μιας περιοχής, τα όρια της οποίας επιλέχθηκαν έτσι, ώστε να περιλαμβάνουν τους σημαντικότερους τουριστικούς πόρους του αθηναϊκού κέντρου, με στόχο να επεκταθούν οι τουριστικές επενδύσεις και οι δραστηριότητες που συνοδεύουν τον τουρισμό, όπως το εμπόριο που απευθύνεται στους επισκέπτες της πόλης, η εστίαση και η αναψυχή.
Ο στόχος αυτός στη συνέχεια επενδύεται για επικοινωνιακούς λόγους με διάφορες επιμέρους στοχεύσεις. Οι επισκέπτες της πόλης, η προσέλκυση των οποίων είναι ο στόχος του σχεδιασμού, συμπληρώνονται ρητορικά με τους «πολίτες» ή τους «δημότες», γίνεται επίκληση της αύξησης του δημόσιου χώρου και της προώθησης της βιώσιμης κινητικότητας, έως την προκλητικά εργαλειακή επίκληση της «αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίσταται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορονοϊού». Επιπλέον το σχέδιο παρουσιάζεται συχνά ως υλοποίηση παλαιότερων σχεδιασμών για το κέντρο με προοδευτικό πρόσημο.
Πραγματικά, το σχέδιο υλοποιεί επιλεκτικά, τμηματικά και δια της συρραφής, παλαιότερους σχεδιασμούς. Το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας του Υπουργείου Πολιτισμού και του ΥΠΕΧΩΔΕ, το οποίο εκτείνονταν χωρικά από την Ακαδημία Πλάτωνος έως το Καλλιμάρμαρο, περιλαμβάνει την πεζοδρόμηση της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας ανάμεσα στο Ζάππειο και τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, όπως και την επέκταση της πεζοδρόμησης της Ερμού έως τον Κεραμεικό. Η οδός Πανεπιστημίου χαρακτηρίζεται «κύριο δίκτυο ροής πεζών» και «κύριο δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών» στους χάρτες που συνοδεύουν το Ρυθμιστικό Σχέδιο του 1985 και η ιδέα επανέρχεται το 2012 στο πλαίσιο του Rethink Athens. Ο Μεγάλος Περίπατος συμπεριλαμβάνει όντως μία (χειρότερη) εκδοχή του σχεδιασμού του Rethink Athens χωρίς το τραμ. Τέλος, ο σχεδιασμός του Μεγάλου Περιπάτου υλοποιεί επιλεκτικά ορισμένες πλευρές του υπερκείμενου επιπέδου σχεδιασμού, όπως το ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο, ενώ την ίδια στιγμή δεν υλοποιεί άλλες.
Όμως το περιεχόμενο και οι επιπτώσεις των διάφορων πολεοδομικών και συγκοινωνιακών σχεδιασμών δεν παραμένει αμετάβλητο και ανεξάρτητο από την ιστορική συγκυρία. Στην Αθήνα του 2020 παρατηρούμε μία μείζονος σημασίας εξέλιξη, η οποία δεν υπήρχε το 2012 και πολύ περισσότερο το 1985. Μετά την είσοδο στα μνημόνια και συνολικά κατά την διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, ο κλάδος του τουρισμού γιγαντώθηκε –ενώ άλλοι κλάδοι της οικονομίας κατέρρεαν- και το σύνολο των τουριστικών αφίξεων από το εξωτερικό διπλασιάζεται και από τα 15 φτάνει τα 30 εκατομμύρια. Η Αθήνα -η οποία παραδοσιακά συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό αφίξεων τουριστών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς αποτελεί την σημαντικότερη πύλη εισόδου στην χώρα, οι οποίοι όμως μετά από μία σύντομη επίσκεψη στην Ακρόπολη, κατευθύνονται προς τον βασικό τους προορισμό στα νησιά- εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια σε αυτοτελή τουριστικό προορισμό σύντομης διάρκειας (city break). Την υφιστάμενη αυτή τάση εντοπίζει και επιχειρεί να εντείνει ο Μεγάλος Περίπατος, επιδιώκοντας μέσω της ανάπλασης του ιστορικού κέντρου να κρατήσει τους τουρίστες όσο το δυνατόν περισσότερο στην Αθήνα. Στην ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, την οποία υπερψήφισαν και οι δημοτικές παρατάξεις του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ, η «αύξηση της καταναλωτικής κίνησης και του τουριστικού ενδιαφέροντος της πόλης», περιλαμβάνεται ρητά στους βασικούς στόχους των προτεινόμενων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων.
Το να καταστεί η Αθήνα αυτοτελής τουριστικός προορισμός δεν είναι από μόνο του αρνητικό, καθώς αυξάνει τα εισοδήματα και άλλωστε αποτελούσε για πολλά χρόνια στόχο του σχεδιασμού. Το πρόβλημα είναι η μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας ενός τόπου από αυτόν. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση αναδεικνύει πόσο ευαίσθητη είναι η ανάπτυξη του κλάδου του τουρισμού στις αλλαγές της συγκυρίας. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο σχετίζεται το σχέδιο του Μεγάλου Περίπατου με τον κορονοϊό, είναι η επιδίωξη να κατασκευαστεί τώρα που ο τουρισμός βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση, ώστε να είναι έτοιμο τρία, τέσσερα χρόνια μετά, που υπολογίζεται να ανακάμψει στα προ της υγειονομικής κρίσης μεγέθη.
Όμως η τουριστική δραστηριότητα τείνει να υπερσυγκεντρώνεται γύρω από συγκεκριμένα αξιοθέατα, σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος και τις διαδρομές που τα συνδέουν και μαζί με τις χρήσεις γης που την συνοδεύουν, όπως είναι κυρίως η αναψυχή, η εστίαση και το εμπόριο που απευθύνεται στους επισκέπτες της πόλης, εκτοπίζει τις υπηρεσίες και το εμπόριο που απευθύνονται στους κατοίκους αλλά και την ίδια την κατοικία. Πέρα από την απευθείας όχληση προς την κατοικία που παράγει η νυχτερινή κυρίως αναψυχή, είναι κυρίως η μεγαλύτερη οικονομική αποδοτικότητα των τουριστικών χρήσεων στις κατάλληλες περιοχές, που εκτοπίζει τις υπόλοιπες χρήσεις. Οι μονοκαλλιέργειες αυτού του τύπου, οδηγούν στην  ερημοποίηση της πόλης εκτός τουριστικής σεζόν ή κατά την διάρκεια της ημέρας, σε ότι αφορά τις περιοχές υπερσυγκέντρωσης της νυχτερινής αναψυχής.
Επιπλέον η τουριστικοποίηση συνεπάγεται την τυποποίηση της φυσιογνωμίας της πόλης, έτσι ώστε να μετατραπεί σε τουριστικό προϊόν, το οποίο μπορεί να προωθηθεί και να πωληθεί. Η μορφή που παίρνει αυτή η τυποποίηση στο κέντρο της Αθήνας είναι συνήθως η μονοδιάστατη εστίαση στα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας, λόγω της αδιαμφισβήτητης διεθνούς τους ακτινοβολίας αλλά και της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, η οποία τείνει να υποτιμά άλλα στοιχεία του ιστορικού τοπίου της πόλης, από τα οθωμανικά μνημεία έως τον αθηναϊκό μοντερνισμό.
Να σημειωθεί ότι το κέντρο είναι ήδη αρκετά τουριστικοποιημένο και η τάση αυτή εντείνεται και χωρίς τον Μεγάλο Περίπατο. Το Μοναστηράκι, η Πλάκα και το Θησείο είναι ήδη τουριστικοποιημένα με διαφορετικούς όρους, ενώ η περίπτωση του Ψυρρή είναι χαρακτηριστική του πώς η αναψυχή και ο τουρισμός εκτοπίζουν χρήσεις βιοτεχνίας, μεταποίησης και κατοικίας, αλλάζοντας εντελώς τον χαρακτήρα μίας περιοχής. Η νυχτερινή αναψυχή επεκτείνεται πλέον και στο εμπορικό τρίγωνο, με πυρήνες την πλατεία Καρύτση και δευτερευόντως την πλατεία Αγίας Ειρήνης.
Όμως το κέντρο της Αθήνας σήμερα δεν είναι μόνο τουρισμός και αναψυχή. Υπάρχουν ακόμα χρήσεις διοίκησης, καταστήματα και υπηρεσίες και κυρίως ειδικό και παραδοσιακό εμπόριο, το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά στους κατοίκους και όχι στους επισκέπτες, συμπεριλαμβάνοντας μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, εργαζόμενους, άνεργους, νέους, συνταξιούχους, κ.λπ. Χρήσεις αυτού του είδους συμβάλουν στην κοινωνική ανάμιξη, διαμορφώνουν μια λαϊκή φυσιογνωμία στο κέντρο, σε αντίθεση με την κατάσταση σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις όπου το κέντρο είναι πανάκριβο και απρόσιτο στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού και επίσης συνδέονται με τη συλλογική μνήμη στον χώρο της πόλης. Αυτές ειδικά τις χρήσεις και μαζί με αυτές και τα λαϊκότερα στρώματα του πληθυσμού, απειλεί να εκτοπίσει ο Μεγάλος Περίπατος, μετατρέποντας ειδικά τον θύλακα που πεζοδρομεί, σε μία αυστηρά οριοθετημένη περιοχή τουριστικής ανάπτυξης, αναψυχής και υψηλής κατανάλωσης.

Εξευγενισμός (gentrification) μέσω της τουριστικοποίησης
Στο πλαίσιο της πρόσφατης ανάπτυξης του τουρισμού στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα, εμφανίστηκε και ένα επιπλέον φαινόμενο, αυτό της βραχυπρόθεσμης τουριστικής ενοικίασης, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στον εξευγενισμό περιοχών των ελληνικών πόλεων, οι οποίες κατά τα άλλα παρουσιάζουν σημαντική αδράνεια στις επελάσεις του κεφαλαίου και της κτηματαγοράς, λόγω της ιστορικά διαμορφωμένης μικρής και κατακερματισμένης ιδιοκτησίας στην γη και τα ακίνητα. Ο Μεγάλος Περίπατος είναι μία συνειδητή προσπάθεια εξευγενισμού μέσω της τουριστικοποίησης του κέντρου της Αθήνας, με τα περισσότερα από τα τυπικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν διεθνώς αυτά τα εγχειρήματα: τις πεζοδρομήσεις και τις σημειακές αναπλάσεις οι οποίες θα δράσουν σαν καταλύτες του εξευγενισμού, όπως η «ριζική ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής της Βαρβακείου Αγοράς με λειτουργική ενοποίηση των δύο αγορών και ενίσχυση του υπερτοπικού τους ρόλου», τις αναπλάσεις της πλατείας Θεάτρου, της πλατείας Δικαιοσύνης και της πλατείας Κοραή, αλλά και την ρητορική του «εμβληματικού» έργου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου που θα είναι κλειστή η λαϊκού χαρακτήρα Βαρβάκειος αγορά λόγω ανακαίνισης, προγραμματίζεται μέσω ιδιωτικής επένδυσης η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΤΟΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΟΑΣ ΟΡΦΕΩΣ ΣΕ «FOOD MALL», το οποίο θα λειτουργεί ως τουριστικός προορισμός.
Ο εξευγενισμός (gentrification – δείτε ενδεικτικά ΕΔΩ και ΕΔΩ), είναι η διαδικασία μέσω της οποίας περιοχές της πόλης που θεωρούνται «υποβαθμισμένες» λόγω της χρήσης τους από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού, «αναβαθμίζονται» μέσω αναπλάσεων και τα χαμηλότερα στρώματα εκτοπίζονται για να αντικατασταθούν από μεσαία και υψηλά, ενώ και οι χρήσεις γης αλλάζουν, απευθυνόμενες στο νέο κοινό. Βασικός μηχανισμός αυτής της μεταλλαγής είναι η αύξηση της τιμής της γης και των ακινήτων, η οποία πυροδοτείται από τις αναπλάσεις. Οι ενοικιαστές των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων φεύγουν λόγω αυξήσεων ενοικίων, οι ιδιοκτήτες διαπιστώνουν πολύ συχνά ότι τους συμφέρει να πουλήσουν και να φύγουν επίσης, ενώ οι χρήσεις γης αντικαθίστανται από «υψηλότερες» και οικονομικά αποδοτικότερες. Σε ΕΠΙΣΗΜΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ, στα «οφέλη» του έργου αναφέρεται ρητά η «αύξηση της αξίας των ακινήτων», η «μεγαλύτερη ασφάλεια», η «νέα μοναδική εμπειρία» που θα προσφέρει το κέντρο στους επισκέπτες με «συνδυασμό δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας, διασκέδασης και αγορών», ενώ στους ιθαγενείς υπόσχεται «προσέλκυση νέων επενδύσεων και αύξηση των θέσεων εργασίας». Πρόκειται βέβαια για τις διαβόητα επισφαλείς, ελαστικές και χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας που δημιουργεί η βιομηχανία του τουρισμού και της αναψυχής.
Ο βασικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να αποφευχθεί ο εξευγενισμός και μία ανάπλαση να σχεδιάζεται για τους υπάρχοντες κατοίκους και χρήστες και όχι για αυτούς που θα έρθουν να τους αντικαταστήσουν, είναι ο έλεγχος των χρήσεων γης μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού, ώστε να αποτρέπεται η αντικατάστασή τους από οικονομικά αποδοτικότερες. Ο Μεγάλος Περίπατος, όχι τυχαία, υλοποιείται ήδη ως απλή κυκλοφορική παρέμβαση χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, ο οποίος έπεται και ο οποίος πρόκειται απλά να επικυρώσει τις εξευγενιστικές επιπτώσεις των πεζοδρομήσεων. Στην ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟ ΙΣΤΟΤΟΠΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥ ξεκαθαρίζεται ότι «με βάση το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο που ετοιμάζεται, δεν αλλάζει τίποτα στις χρήσεις γης από ότι ισχύει σήμερα» (ερώτηση 39).
Οι υφιστάμενες χρήσεις γης καθορίζονται σήμερα από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αθηναίων και ειδικά νομοθετήματα καθορισμού των χρήσεων γης. Όπως φαίνεται και στην εικόνα με το απόσπασμα του ΓΠΣ του Δήμου, στην περιοχή επέμβασης του σχεδίου του Μεγάλου Περιπάτου (με μπλε περίγραμμα) κυριαρχούν οι χρήσεις «Υπερτοπικό Κέντρο Δήμου» (με σκούρο κόκκινο), «Γενική Κατοικία» (με σκούρο κίτρινο) και «Τοπικό Κέντρο Γειτονιάς» (με ροζ). Στις παραπάνω χρήσεις γης επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα (ή και τα πάντα), επομένως η διαβεβαίωση ότι (στις θεσμοθετημένες χρήσεις γης) δεν αλλάζει τίποτα, ισοδυναμεί με την διαβεβαίωση ότι με βάση την οικονομική αποδοτικότητα των χρήσεων, η αγορά μπορεί να αλλάξει τα πάντα.
Αντίθετα, εκεί που ήδη υπάρχουν κάποια όρια στην απρόσκοπτη τουριστικοποίηση του κέντρου, η κυβέρνηση κινείται στην κατεύθυνση της άρσης τους. Στο πλαίσιο του ΝΕΟΥ ΑΝΤΙΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ (άρθρο 99), επιχειρήθηκε η άρση του περιορισμού των 100 κλινών στα ξενοδοχεία, εντός της Γενικής Κατοικίας της περιοχής Ψυρρή – Κέντρου (Ομόνοια), η οποία ισχύει από το 1998 βάσει Προεδρικού Διατάγματος. Στην ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, το Υπουργείο μας εξηγεί ότι από τότε έχουν αλλάξει τα δεδομένα και οι ανάγκες για τουριστικές χρήσεις, ενώ στις «υποβαθμισμένες» αυτές περιοχές, οι επενδυτές έχουν εντοπίσει μεγαλύτερης επιφάνειας κτίρια αλλά δεσμεύονται από τον περιορισμό των 100 κλινών. Μετά τις αντιδράσεις η διάταξη αποσύρθηκε εν μέρει (με την υπόσχεση να επανέλθει σε άλλο νομοσχέδιο) αλλά άρθηκε η υποχρέωση να παραμένει η κατοικία από τον τέταρτο όροφο και πάνω όταν ένα κτίριο της περιοχής μετατρέπεται σε ξενοδοχείο.

Μεγάλος Περίπατος και δημόσια τάξη
Οι διαδικασίες του εξευγενισμού συνοδεύονται διεθνώς από επιχειρήσεις – σκούπα οι οποίες απομακρύνουν από την προς «αναβάθμιση» περιοχή φτωχούς, μετανάστες, άστεγους, τοξικοεξαρτημένους και γενικότερα καθέναν και καθεμία που με την παρουσία του χαλάει τη «νέα σύγχρονη εικόνα της πόλης», εξωθώντας τους σε άλλες περιοχές. Ο Μεγάλος Περίπατος ενσωματώνει με την σειρά του μέτρα ενίσχυσης της «ασφάλειας». Τι άλλο στόχο μπορεί να έχει άλλωστε η μετατροπή της οδού Ηρώδου Αττικού σε «οδό ελεύθερη από Ι.Χ.», η οποία με βάση ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ «θα αποδώσει περίπου 5.000 τ.μ. στον δημόσιο χώρο»; Η οδός Ηρώδου Αττικού είναι μία από τις ακριβότερες και αυστηρότερα φυλασσόμενες της Αθήνας, καθώς περνάει μπροστά από την επίσημη πρωθυπουργική κατοικία και είναι ήδη συχνότατα «ελεύθερη από Ι.Χ.», καθώς την πρόσβαση εμποδίζουν οι κάθετα τοποθετημένες κλούβες της αστυνομίας για λόγους ασφάλειας. Την «ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή» επικαλείται το ίδιο φυλλάδιο για την αιτιολόγηση της πρόσφατης ανάπλασης της πλατείας Ομόνοιας, στην οποία παρά τις ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ  («θα δρομολογήσουμε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση της Πλατείας Ομονοίας, προκειμένου να αποκτήσει ξανά τα ιστορικά χαρακτηριστικά και να ενταχθεί ομαλά στο συνολικό έργο») ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΤΟ ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ – ΔΩΡΕΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΜΕ ΑΔΕΙΑ ΔΑΠΕΔΟΣΤΡΩΣΗΣ.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι στον πεζοδρομημένο θύλακα του κέντρου θα έχουν πρόσβαση διάφορα οχήματα, από οχήματα έκτατης ανάγκης έως τα οχήματα των κατοίκων, αυτά που θα εξυπηρετούν τα ξενοδοχεία, ταξί μετά από κλήση, επιβατικά οχήματα με ειδική πρόσκληση, κ.λπ. Πώς θα ελέγχονται όλα αυτά; Σύμφωνα με την ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, την οποία υπερψήφισαν και οι δημοτικές παρατάξεις του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ, «για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των παραπάνω επεμβάσεων, η πρόσβαση των οχημάτων θα ελέγχεται σε πρώτη φάση από τη Δημοτική Αστυνομία και σε δεύτερη φάση με αυτόματο ψηφιακό σύστημα. Για τον σκοπό αυτό δημιουργούνται σημεία ελέγχου οχημάτων στις εισόδους και εξόδους των εν λόγω οδών και περιοχών». Το «αυτόματο ψηφιακό σύστημα» θα είναι φυσικά κάμερες ελέγχου, οι οποίες θα ολοκληρώσουν την εικόνα του αυστηρά οριοθετημένου και φυλασσόμενου θύλακα του τουρισμού, της αναψυχής και της κατανάλωσης στο πεζοδρομημένο κέντρο. Τα παραπάνω άνετα μπορούν να συνδυαστούν και με τον πρόσφατο νόμο περιορισμού των διαδηλώσεων που κατέθεσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ψήφισε μαζί με το ΚΙΝΑΛ και το κόμμα του Βελόπουλου.

Δημόσιοι χώροι και χώροι πράσινου στην πόλη
Η Αθήνα, μία πόλη η οποία αναπτύχθηκε υπό το καθεστώς της αυθαίρετης δόμησης και της αντιπαροχής, έχει χαρακτηριστικές ελλείψεις σε δημόσιους χώρους και χώρους πράσινου αλλά και γενικότερα σε κάθε είδους αστική υποδομή. Οι παραπάνω χώροι λείπουν σε κάθε κλίμακα και ο πιο προφανής τρόπος ανάκτησης δημόσιων χώρων και χώρων αστικού πράσινου είναι ο περιορισμός του χώρου που καταλαμβάνει η κίνηση και η στάθμευση των αυτοκινήτων. Επιπλέον οι χώροι αυτοί είναι και άνισα κατανεμημένοι. Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΟΑΠ του Δήμου Αθηναίων, στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Κέντρου (ΔΚ.1) στο οποίο σχεδιάζεται ο Μεγάλος Περίπατος, οι δημόσιοι χώροι αντιστοιχούν στο 23% της περιοχής, ενώ στα Διαμερίσματα της Κυψέλης (ΔΚ.6), των Πατησίων (ΔΚ.5) και του Κολωνού και των Σεπολίων (ΔΚ.4), τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ του 4% και του 6%. Είναι αρκετά προφανές σε ποιες περιοχές θα έπρεπε να κατευθυνθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι όποιες παρεμβάσεις ανάκτησης δημόσιου χώρου, όμως οι κάτοικοι της Κυψέλης, των Πατησίων, του Κολωνού αλλά και των άλλων αντίστοιχων περιοχών της πόλης, δεν κατοικούν σε περιοχές με σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον κλάδο του τουρισμού και ως εκ τούτου δεν είναι αρκετά «εμβληματικές» για να αποτελέσουν αντικείμενο εκτεταμένης ανάπλασης.
Η αγάπη προς τον δημόσιο χώρο που επιδεικνύει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι άλλωστε εμφανής από το σύνολο της πολιτικής της: από την επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων στους δημόσιους χώρους της πόλης, της ομπρελοξαπλώστρας η οποία μπορεί πλέον να καταλαμβάνει νόμιμα περισσότερο χώρο και σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρη την παραλία, έως τις κατασταλτικές ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, την πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη και την αντίστοιχη επιχείρηση στην Θεσσαλονίκη.

Βιώσιμη κινητικότητα
Εκτός από την ανάκτηση δημόσιου χώρου, η δημοτική αρχή επικαλείται και τις αρχές της βιώσιμης κινητικότητας στους σχεδιασμούς της: την αποτροπή της διαμπερούς κίνησης διέλευσης των Ι.Χ. από το κέντρο και την δημιουργία ποδηλατόδρομου στον πεζοδρομημένο θύλακα του κέντρου. Στην ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ συνοψίζονται τα συμπεράσματα του κυκλοφοριακού μοντέλου του σχετικού ερευνητικού του τομέα μεταφορών και συγκοινωνιακής υποδομής του ΕΜΠ. Προβλέπεται μεγαλύτερη μείωση της μέσης ταχύτητας κίνησης των οχημάτων και άρα και της στάθμης εξυπηρέτησης του οδικού δικτύου στην άμεση περιοχή επέμβασης του σχεδίου, μικρότερη μείωση στην ευρύτερη περιοχή επέμβασης και επιδράσεις που φτάνουν μέχρι τους κύριους οδικούς άξονες εισόδου στην πόλη, όπως η λεωφόρος Αθηνών – Καβάλας.
Η μείωση του επιπέδου εξυπηρέτησης των Ι.Χ. με ανάκτηση δημόσιου χώρου μπορεί πράγματι να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, όταν και μόνο όταν, συνδυάζεται με σημαντικές επενδύσεις και αντίστοιχη αύξηση του επιπέδου εξυπηρέτησης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Το σε ισχύ Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, προβλέπει στην κατεύθυνση αυτή την ολοκλήρωση του δικτύου του μετρό με την κατασκευή της γραμμής 4 και την επέκταση των υπόλοιπων γραμμών στους συγκοινωνιακούς διαδρόμους της πόλης που φέρουν την μεγαλύτερη ζήτηση, την ολοκλήρωση του δικτύου του τραμ σε άξονες κορμού με μεσαία έως υψηλή ζήτηση και την κάλυψη των υπόλοιπων περιοχών με λεωφορεία και τρόλεϊ. Ο Μεγάλος Περίπατος δεν συνδυάζεται με κάποια σοβαρή ενίσχυση της δημόσιας συγκοινωνίας και προβλέπει απλά αύξηση της ταχύτητας των λεωφορείων και των τρόλεϊ κατά μήκος μόνο της Πανεπιστημίου και της Ακαδήμιας. Προϋπόθεση βέβαια για να επιτευχθεί αυτό είναι να τηρηθούν οι λεωφορειολωρίδες.
Αντίθετα ο Μεγάλος Περίπατος δεν υλοποιεί τη γραμμή του τραμ στην Πανεπιστημίου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την κατασκευή των σημαντικότερων αξόνων του δικτύου του στην Πατησίων, την Αλεξάνδρας και την Πειραιώς, ενώ δημιουργεί και την υποψία ότι πρόκειται να καταργήσει ακόμα και την επαναλειτουργία της σύνδεσης με το Σύνταγμα, καθώς ο πιλοτικός ποδηλατόδρομος στην Βασιλίσσης Όλγας υλοποιήθηκε πάνω στην εκτός λειτουργίας σήμερα αλλά υφιστάμενη γραμμή του τραμ. Το ποδήλατο, αν είναι να αποτελέσει πραγματικό εναλλακτικό μέσο μετακίνησης, απαιτεί ποδηλατόδρομους που θα συνδέουν τις γειτονιές με το κέντρο και δυνατότητες επιβίβασης του ποδηλάτου στα μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι αποκλειστική χωροθέτηση στον θύλακα του κέντρου που παραπέμπει περισσότερο σε τουριστικές βόλτες.

Ο Μεγάλος Περίπατος και το μητροπολιτικό επίπεδο
Στο επίπεδο ολόκληρου του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Αθήνας, η τουριστικοποίηση του κέντρου είναι μία άκρως προβληματική επιλογή. Το κέντρο της Αθήνας έχει υψηλή προσπελασιμότητα καθώς οι περισσότεροι μεγάλοι οδικοί άξονες οδηγούν σε αυτό και επιπλέον εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι κόμβοι όπου συγκλίνουν και οι γραμμές του μετρό. Είναι συνεπώς περιοχή κατάλληλη για την χωροθέτηση κεντρικών λειτουργιών που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό εργαζόμενων και πολιτών, ειδικού εμπορίου και χρήσεων που απευθύνονται στους κατοίκους και όχι στους μόνο στους επισκέπτες. Η διαχρονική πολιτική απομάκρυνσης σημαντικών χρήσεων από το κέντρο, όπως πολλές πανεπιστημιακές σχολές και πολλά Υπουργεία, στερούν το κέντρο από την κεντρικότητά του και συμβάλουν στην ερήμωσή του. Την τάση αυτή επεκτείνει ο Μεγάλος Περίπατος.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η σημερινή δημοτική αρχή προγραμμάτιζε την απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής σχολής από το Πολυτεχνείο στην Πατησίων και την μετατροπή του Πολυτεχνείου μαζί με το Μουσείο και το πρόσφατα ανακαινισμένο ξενοδοχείο Ακροπόλ απέναντι, σε έναν ακόμα πόλο τουριστικής ανάπτυξης. Ευτυχώς ούτε η δημοτική αρχή, ούτε η κυβέρνηση, μπορούν να πάρουν αυτή την απόφαση.
Τα τελευταία χρόνια το κέντρο βάρους της μητρόπολης τείνει να συγκεντρωθεί στο παραλιακό μέτωπο στο οποίο χωροθετούνται πλήθος μεγάλων επενδύσεων, τουριστικών, εμπορικών και άλλων, από το λιμάνι του Πειραιά και τον Φαληρικό όρμο, έως το Ελληνικό, τη Γλυφάδα και τη Βουλιαγμένη. Η συνολική εικόνα που διαμορφώνεται είναι η εστίαση των μεγάλων επενδύσεων στο παραλιακό μέτωπο, η δημιουργία εκεί ενός νέου κέντρου της πόλης, η τουριστικοποίηση του ιστορικού κέντρου και θα ακολουθήσει και η ανάπλαση των βασικών οδικών αξόνων που συνδέουν αυτές τις δύο περιοχές (Συγγρού, Πειραιώς). Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι στην περιοχή αυτή συγκεντρώνονται κυρίως οι επενδύσεις και τα σχέδια εξωραϊσμού, ενώ οι υπόλοιπες γειτονιές και ειδικά οι περιοχές όπου κατοικούν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, αφήνονται λίγο – πολύ στην τύχη τους και ενίοτε σε αυτές μπορεί και να μεταφέρονται τα προβλήματα τα οποία μετατοπίζουν οι αναπλάσεις. Το ιστορικό κέντρο χάνει την κεντρικότητά του και συνολικά το μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας καθίσταται πιο ταξικά πολωμένο: οι αναπλάσεις των προνομιούχων από την άποψη της υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων περιοχών, οδηγούν στην αύξηση της χωρικής και κοινωνικής ανισότητας στον χώρο της πόλης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπερκείμενος σχεδιασμός, σε διάφορα επίπεδα, συνάδει με το παραπάνω μοντέλο ανάπτυξης της πόλης. Στο σε ισχύ Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, τόσο το παράκτιο μέτωπο από τον Φαληρικό Όρμο έως την Βουλιαγμένη, όσο και η σύνδεση των μητροπολιτικών κέντρων Αθήνας και Πειραιά, χαρακτηρίζονται «αναπτυξιακοί άξονες μητροπολιτικής εμβέλειας».
Η περιοχή επέμβασης του Μεγάλου Περίπατου συμπεριλαμβάνεται στην περιοχή παρέμβασης του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) της Αθήνας, ενώ στην αντίστοιχη περιοχή της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης (ΟΧΕ), προστίθενται και οι άξονες της Πειραιώς και της Συγγρού.

Συμμετοχή των κατοίκων στον σχεδιασμό
Η πιλοτική εφαρμογή της μείωσης της κίνησης των αυτοκινήτων στους οδικούς άξονες, είναι επί της αρχής μια σωστή συγκοινωνιακή προσέγγιση, καθώς δοκιμάζει τα κυκλοφοριακά μοντέλα, τα οποία αποτελούν πάντα μια ατελή προσέγγιση της πραγματικότητας, σε πραγματικές συνθήκες με δυνατότητες ανάδρασης. Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια με την πρακτική εφαρμογή της ιδέας, η οποία χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και μη φιλικό στον χρήστη και το περιβάλλον σχεδιασμό (μεταλλικά παγκάκια, χρωματισμός δαπέδων με χρώματα που δεν εντάσσονται στο περιβάλλον, ακριβές ζαρντινιέρες που δεν ευνοούν την ανάπτυξη των φυτών, κ.λπ.). Μάλιστα στις προθέσεις της δημοτικής αρχής φαίνεται να είναι η μεταφορά των παραπάνω πρόχειρων κατασκευών στις γειτονιές γύρω από το κέντρο, μετά την απομάκρυνσή τους, για την κατασκευή των μόνιμων διαμορφώσεων του Μεγάλου Περίπατου, εν είδη «αναβάθμισης» του δημόσιου χώρου τους!
Κυρίως όμως η μεθοδολογία της κυκλοφοριακής μελέτης δεν αποτελεί «διαβούλευση στην πράξη» και δεν δίνει το δικαίωμα στην δημοτική αρχή να παρακάμπτει την τυπική και νομοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης που συμπεριλαμβάνεται υποχρεωτικά στην περιβαλλοντική αδειοδότηση του σχεδίου, υλοποιώντας παρεμβάσεις οι οποίες λειτουργούν και παράγουν αποτελέσματα, χωρίς να έχει προηγηθεί πολεοδομική μελέτη, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, περιβαλλοντική μελέτη, κ.λπ. Αν παρακάμπτεται ακόμα και η θεσμικά κατοχυρωμένη τυπική διαβούλευση, κατά μείζονα λόγο εγκαταλείπεται οποιαδήποτε σκέψη ουσιαστικής συμμετοχής των κατοίκων και των χρηστών του κέντρου στην λήψη προγραμματικών χωρικών και σχεδιαστικών αποφάσεων που τους αφορούν άμεσα.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμπεριφέρθηκε διαφορετικά και τα παραδείγματα αφθονούν, από την συγκρότηση της εταιρείας «Ανάπλαση Α.Ε.», η οποία ανέπτυσσε σχέδια που επηρεάζουν ολόκληρο το μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας υπό κεντρικό κυβερνητικό έλεγχο, παρακάμπτοντας οτιδήποτε άλλο, έως τις ανακοινώσεις του Αλέξη Τσίπρα, που ελέω πρωθυπουργικής αυθεντίας, χωροθετούσε το γήπεδο του Παναθηναϊκού στο Πάρκο Γουδή, εμποδίζοντας την θεσμοθέτηση του σχεδίου του πάρκου. Αυτός κατά την εκτίμησή μας είναι και ο ουσιαστικός λόγος που η δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε την ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, δίνοντας την δυνατότητα στον τελευταίο να επικαλείται ευρεία συναίνεση στην υλοποίηση του σχεδίου.  
Πρόκειται για την εφαρμογή μιας γενικότερης αντίληψης, η οποία αντιλαμβάνεται τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό και πολύ περισσότερο την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών, ως «γραφειοκρατική αγκύλωση», που εμποδίζει την άμεση εφαρμογή και την πράξη. Έτσι μια επιμέρους κυκλοφοριακή μελέτη στηρίζει μια πολεοδομική παρέμβαση, παρακάμπτει ακόμα και το συνολικό Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ) του Δήμου Αθηναίων, το οποίο θα έρθει εκ των υστέρων να επικυρώσει τις τρέχουσες επιλογές, ενώ ο συνολικός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός αποφεύγεται διότι, όπως ΕΙΠΕ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ, θα εμποδίσει το έργο να ολοκληρωθεί εντός της τρέχουσας θητείας της δημοτικής αρχής. Έτσι οι κάτοικοι και οι χρήστες του κέντρου αιφνιδιάζονται από τις παρεμβάσεις τις οποίες αναγκάζονται να υποστούν χωρίς να έχουν λόγο περί αυτών και οι έννοιες της ανάκτησης δημόσιου χώρου και της βιώσιμης κινητικότητας δυσφημίζονται ευρύτερα.
Η συμμετοχή του κόσμου στις χωρικές αποφάσεις που τον αφορούν είναι στην ουσία το περιεχόμενο της έννοιας του δικαιώματος στην πόλη, το οποίο παραβιάζεται κατάφωρα με τον Μεγάλο Περίπατο.  

Εν κατακλείδι
Η περίοδος της κρίσης στην Ελλάδα έχει σημαδευτεί από την προώθηση νομοθετημάτων και πολιτικών που τείνουν να αλλάξουν ριζικά το δομημένο περιβάλλον της χώρας. Οι πολυδιαφημισμένες «μεγάλες επενδύσεις» και τα διάφορα «μεγάλα έργα» στην Αττική, βάσει του τρίπτυχου «τουρισμός, εμπόριο, αναψυχή» (βλ. πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού, masterplan για το λιμάνι του Πειραιά), δεν αλλάζουν απλώς την εικόνα της πόλης, αλλά οδηγούν σε μια εκτεταμένη αναδιανομή του πλούτου προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και της επιχειρηματικής κερδοφορίας, με τη συγκέντρωση της προσόδου που προκύπτει από την γη και τα ακίνητα στα χέρια ολίγων. Για τον σκοπό αυτό άλλαξε ριζικά ολόκληρο το σχετικό θεσμικό πλαίσιο σε όλες τις κλίμακες του σχεδιασμού. Ως αναπόσπαστο κομμάτι των μνημονιακών πολιτικών, προωθήθηκαν μία σειρά από αλλαγές στη χωρική πολιτική σχετικά με τα δάση, στη χρήση των αιγιαλών, ακόμα και στο πλαίσιο υλοποίησης των τεχνικών έργων, με βασικό γνώμονα την διευκόλυνση των επενδυτικών σχεδίων.  
Η έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού και στρατηγικής, σε συνδυασμό με τις fast track διαδικασίες, εξασφάλισαν την ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας που επιτρέπει τη δημιουργία «νησίδων», εντός των οποίων ισχύουν διαφορετικοί και προνομιακοί οροί δόμησης και εγκατάστασης, παρακάμπτοντας όλα τα «εμπόδια» της περιβαλλοντικής προστασίας και του ολοκληρωμένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Οι πρόσφατες εξελίξεις με την πανδημία του κορονοϊού, επέδρασαν καθοριστικά στη σχέση των κατοίκων της πόλης με τον δημόσιο χώρο. Παρά την αρχική αίσθηση φόβου, οι κάτοικοι σταδιακά ανακάλυψαν ότι μπορούν να χαίρονται τον δημόσιο χώρο με τρόπους διαφορετικούς. Στη διάρκεια της καραντίνας οι κάτοικοι ανακάλυψαν το περπάτημα και το ποδήλατο, όχι μόνο ως «μέσα» για να φτάσουν κάπου γρήγορα, αλλά ως δραστηριότητες αναψυχής. Πολύ δε περισσότερο όμως ανακάλυψαν ότι ο δημόσιος χώρος μπορεί να γίνει σημείο συνάντησης, διασκέδασης και κοινωνικοποίησης, χωρίς να πρέπει να ταυτίζεται με την κατανάλωση.
Γεννιέται λοιπόν, ένα ερώτημα. Θέλουμε χρήση του δημόσιου χώρου για συνεύρεση, ψυχαγωγία, συζητήσεις και δραστηριότητες ή θέλουμε έναν αποστειρωμένο δημόσιο χώρο – βιτρίνα για να προσελκύει τουρίστες και καταναλωτές;
Η Αθήνα είναι μια άσχημη αλλά ζωντανή πόλη. Η κοινωνική ανάμιξη σε όλες σχεδόν τις περιοχές, καθώς και οι χρήσεις κατοικίας στο ευρύτερο κέντρο, το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση με το πρότυπο πολλών ευρωπαϊκών πόλεων με το ακριβό και απρόσιτο κέντρο και τα φτωχά λαϊκά προάστια, είναι στοιχεία που χρειάζεται να ενισχυθούν και όχι να εξαλειφθούν από το κέντρο της Αθήνας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά ιστορικά διαμορφωμένα αρνητικά στοιχεία που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η σημαντική έλλειψη δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου, ειδικά στις γειτονιές (μελέτες δείχνουν ότι στην Αθήνα αντιστοιχούν 2 τ.μ. ελεύθερου χώρου ανά κάτοικο!), απαιτεί την άμεση επέκτασή τους με βάση τις ανάγκες των κατοίκων, δημιουργώντας ένα δίκτυο δημόσιων χώρων και χώρων πράσινου, που θα διαχέονται στην πόλη με ελεύθερη πρόσβαση σε αυτούς από όλες και όλους, ντόπιους και μετανάστες, νέους και ηλικιωμένους και άτομα με περιορισμένη κινητικότητα. Το κυκλοφοριακό πρόβλημα απαιτεί άμεση επίλυση ενισχύοντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μέσω ενός ολοκληρωμένου δημόσιου και δωρεάν δικτύου, που θα ελαττώσει την κυκλοφορία και την στάθμευση των αυτοκινήτων στο κέντρο. Επιπλέον η Αθήνα είναι μια πόλη ευάλωτη σε πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές οι οποίες πλήττουν περισσότερο τους ταξικά ασθενέστερους και η κατάσταση θα τείνει να επιδεινώνεται στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Είναι επιπλέον μια πόλη η οποία έχει μετατρέψει τα ρέματα σε δρόμους και στην οποία είναι δύσκολο να κυκλοφορήσει κανείς όταν απλά βρέχει. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη από αντιπλημμυρικά έργα με αποκάλυψη των ρεμάτων, που θα λαμβάνουν υπόψη ολόκληρη την υδρολογική λεκάνη, αντί για εξωραϊστικές παρεμβάσεις. Τέλος, το τεράστιο αναξιοποίητο οικιστικό απόθεμα της πόλης και ειδικά του κέντρου, καθιστά αναγκαία την αξιοποίησή του για την κάλυψη των αναγκών των πιο περιθωριοποιημένων κατοίκων αυτής της πόλης (άστεγοι, μετανάστες, χαμηλά οικονομικά στρώματα).
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι αυτή η πόλη δεν αντέχει άλλα έργα εξωραϊσμού. Η αύξηση των στρεμμάτων του δημόσιου χώρου δεν αρκεί από μόνη της, εάν δεν συνοδεύεται από τη διασφάλιση ότι αυτός ο δημόσιος χώρος απευθύνεται και είναι προσβάσιμος σε όλους και όλες. Αυτό που έχουμε ανάγκη οι κάτοικοι της πόλης είναι ο ίδιος ο ελεύθερος χώρος και χρόνος, που μας στερείται όλο και περισσότερο, αλλά και η δυνατότητα αξιοποίησης τους με τρόπο που να μας ευχαριστεί, χωρίς να χρειάζεται να γίνεται υποχρεωτικά μία ακόμα καταναλωτική δραστηριότητα.

Περισσότερα διαγράμματα, χάρτες και υλικό τεκμηρίωσης στην πηγή.

Πηγή: ΑΚΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.