Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Μια συναρπαστική στη Διαφορετικότητα της Οπτικής για ένα νεοϊδρυθέν Δάσος στο Πεντελικό! Του Νίκου Σίμου


Άρθρο του Νίκου Σίμου, από το KIRKINEWS. Ο Νίκος Σίμος είναι Δασολόγος ΑΠΘ. Συμμετέχει στη Συντακτική Ομάδα του ATTICAVOICE.GR και στην Ανεξάρτητη Πρωτοβουλία Πολιτών ΔΑΣΑΜΑΡΙ SOS.



Σε μία πρόσφατη ανάρτηση του ιστολογίου Καμένη Γη, ο τίτλος έθετε το ερώτημα «ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΙ;» και η διευκρινιστική συνέχεια ξεκαθάριζε πως στην ανάρτηση θα παρουσιάζονταν μέτρα και προτάσεις για την «Αποκατάσταση πυρόπληκτων τόπων».

Μετά την παρουσίαση των γενικών γραμμών που δίνονται από τους επιστήμονες ερευνητές του θέματος, το ιστολόγιο (δηλαδή ο συντάκτης και του παρόντος- παρουσίαζε την πρόταση για αναδάσωση, μετά την έλευση της απαραίτητης τριετίας προκειμένου να ευνοηθεί η φυσική αναγέννηση και να εκφραστεί ο χλωριδικός χαρακτήρας του τόπου,  με την ίδρυση μικτών συστάδων, υποκηπευτής μορφής, από Χαλέπιο (υφιστάμενη), Κουκουναριά (η οποία μειώνει δραστικά την ευφλεκτικότητα αν γι’ αυτό ανησυχείτε) και μία θερμοξηρόβια δρυ, συγκεκριμένα την Quercus ithaburensis υποείδος macrolepis, τη γνωστή μας  Βελανιδιά.


Θα μπορούσε να αναμιχθεί και με Quercus ilex (η αείφυλλη δρυς η Αριά) αλλά προκειμένου να εξασφαλιστεί και η αισθητική παράμετρος η οποία τείνει προς την ανάδειξη των εποχιακών μεταβολών του δάσους, προτιμάται η φυλλοβόλος βελανιδιά.

Η υποκηπευτή μορφή που χρειάζεται να πάρει το υπό ίδρυση δάσος στο ανατολικό Πεντελικό, για να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στη φυσική κατάσταση, απαιτεί την σταδιακή αναδάσωση του, η οποία θα υλοποιηθεί εντός μίας πενταετίας από την έναρξη της πρώτης φυτείας. Έτσι, σε ορίζοντα 8 ή 10 χρόνων θα έχει εγκατασταθεί ένα μικτό δάσος, χαρακτηριστικά σταθερό και με υψηλό επίπεδο στις φυσιολογικές λειτουργίες και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ειδών και του οικοσυστήματος.

Ενδέχεται ο απαιτούμενος χρόνος να φαντάζει μεγάλος. Τι θα πει 8 ή 10 χρόνια για την ανάπτυξη των πρώτων οργανωμένων συστάδων του νεοϊδρυθέντος δάσους; Ποιος μπορεί να περιμένει τόσο; Πρώτα απ’ όλα η ίδια η Φύση.

Μην ξεχνάτε πως η φύση έχει τους δικούς της χρόνους και πως για να εγκαταστήσουμε ένα όσο γίνεται πιο φυσικό βλαστητικό προφίλ, πρέπει να προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε τη φύση. Οι αμιγείς συστάδες, τα αμιγή δάση είναι δημιούργημα του ανθρώπου κυρίως και έχουν μάλιστα και ομήλικη μορφή, αφού προέρχονται από αναδασώσεις που έγιναν με ένα μόνο είδος (αν έχει 2-3% και άλλα είδη δεν είναι μίξη) και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή. Αυτού του τύπου τα δάση είναι καλά για την παραγωγή (την συγκομιδή κυρίως) του ξύλου αλλά δεν είναι καθόλου καλά για αισθητικά και προστατευτικά δάση και επίσης δεν είναι καθόλου σταθερά από οικολογικής απόψεως. Είναι κάτι σαν δασικές «μονοκαλλιέργειες» (αδόκιμος όρος για την δασοκομία) που όλα τα δέντρα του δάσους ενδέχεται να είναι το ίδιο ευαίσθητα απέναντι στον ίδιο εχθρό. Γενικά στην φύση η ομοιομορφία δεν συναντάται γιατί δεν τη θέλει η ίδια η φύση.  Μόνο ο άνθρωπος, που δεν μαθαίνει από τη φύση, θέλει τις κοινωνίες του αμιγείς, χωρίς διαφορετικούς, χωρίς ξεχωριστούς. Θέλει οι κοινωνίες του να είναι όσο το δυνατόν πιο μονότονες, πιο ομοιόμορφες.

Η φύση αυτό το αρνείται και αντίθετα με τον άνθρωπο που κατατάσσει τους οπαδούς της ομοιομορφίας στους ρατσιστές ή τους φασίστες, εκείνη μέσω των αλληλεπιδράσεων των οικολογικών παραγόντων, οδηγεί την ομοιομορφία στην εξαφάνιση. Η Φύση προσπαθεί να μας διδάξει, πρέπει όμως και εμείς να την ακούμε. Τέλος πάντων ας επιστρέψουμε στο δασικό αντικείμενο.

Με στόχο την ανάπτυξη ενός σταθερού δάσους, καλλιεργουμένου και δασοκομικά διαχειριζόμενου ώστε να είναι σταθερό οικολογικά  και σε μεγάλο βαθμό δύσφλεκτο, θα πρέπει να παραχωρήσουμε πρώτα χώρο στην ίδια την πυρόφιλη  χαλέπιο Πεύκη. Η αναγέννηση της από τα ώριμα σπέρματα που εκσφενδόνισαν τα δέντρα σπορείς (οι «γονείς» θα λέγαμε στο πιο ανθρωποκεντρικό), είναι εκρηκτική μετά τη φωτιά. Αν θέλουμε λοιπόν την αναγέννηση του δάσους, θα αφήσουμε «όλα τα λουλούδια να ανθήσουν»  όπως δίδασκε και ηγέτης της πολιτιστικής επανάστασης, στη μακρινή  Κίνα κάποτε. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί φυτικοί οργανισμοί. Ο μόνος συνήθως κακός, είναι ο άνθρωπος (και ο επεκτατικός αΐλανθος - είδος δέντρου που έχει την ιδιότητα να επεκτείνεται εις βάρος των άλλων δέντρων αν και έχει την ιδιότητα να δεσμεύει - αλλά και πάλι ο άνθρωπος είναι που τον έφερε από την Κίνα).

Στον τρίτο χρόνο από την αναγέννηση της χαλεπίου, μπορούμε να κάνουμε την πρώτη φυτεία (σε συστάδες) της θερμόφιλης και ξηρανθεκτικής βελανιδιάς, της Quercus ithaburensis ssp. μacrolepis.  Θα προσέξουμε η φύτευση της σε συστάδες να γίνει σε πραγματική μίξη με την υφιστάμενη τριετή πλέον, πεύκη. Θα προσέξουμε η φύτευση να γίνεται με τρόπο τέτοιο που τα φρεσκοφυτεμένα να προστατεύονται από το άμεσο και σκληρό ηλιακό φως. Να γίνεται δηλαδή σε σημεία δροσερότερα και ελαφρά πιο σκιασμένα (όχι όμως σκιερά). Δίπλα σε μεγαλύτερους θάμνους είναι καλή επιλογή. Στον πρώτο χρόνο η φωτόφιλη μακρολέπια θα έχει υπερκεράσει σε ύψος τον μέχρι τότε προστάτη της και θα δείξει σε όλους ποια είναι.

Στα επόμενα 2 χρόνια και εφόσον η μακρολέπιος έχει εγκατασταθεί, μπορεί να ακολουθήσει και η προσθήκη της κουκουναριάς, η οποία αναβαθμίζει με την παρουσία της τον τόπο, τόσο οικολογικά όσο και αισθητικά.

Τεχνικές λεπτομέρειες όπως σύνδεσμος εντός συστάδας, διαχείριση κρασπέδων συστάδην, φύτευση δρόμων κλπ., μπορούν να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν επί τόπου, εντός της περιοχής του έργου. Είναι καλύτερα έτσι και γι’ αυτό προτείνεται να υπάρχει διαθέσιμος ικανός αριθμός από χαρουπιές και κουτσουπιές για τις οριακές περιοχές επαφής των κατοικιών του ανθρώπου με το δάσος.


Μία σύντομη παρουσίαση των ειδών που περιγράφονται στο κείμενο.

Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη)

Είναι δένδρο ύψους 10-20m σπάνια 30m. O κορμός του είναι στρεβλός και η διακλάδωση δεν γίνεται αυστηρά σε σπονδύλους. Είναι ιδιαιτέρως ευπροσάρμοστο είδος και έχει λίγες απαιτήσεις. Για το λόγο αυτό αναπτύσσεται σε ποικίλα εδάφη που πολλές φορές είναι ξηρά, αβαθή και άγονα. Όπως και η κουκουναριά είναι και αυτό φωτόφιλο και θερμόβιο. Είναι από τις πλέον συνηθισμένες πεύκες στην Ελλάδα και καλύπτει μεγάλες εκτάσεις, ιδίως στη δυτική Ελλάδα. Αναπτύσσεται πολύ καλά στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων και είναι πυρόφιλο είδος καθώς έχει διάφορους μηχανισμούς που το βοηθούν να αντεπεξέρχεται στις συχνές πυρκαγιές (κλειστοί κώνοι, παχύ ξηρόφλοιο).

Η χαλέπιος πεύκη είναι το πεύκο των ρετσινάδων.  Είναι στενά συγγενικό είδος με την P. brutia, η οποία εξαπλώνεται στην ανατολική Ελλάδα. Τα δύο είδη σπανιότατα υβριδίζουν στη φύση λόγω του διαφορετικού χρόνου ανθοφορίας (εποχική απομόνωση) και της διαφορετικής τους εξάπλωσης (γεωγραφική-οικολογική απομόνωση) (Πανέτσος, 1986).


Quercus ithaburensis ssp. macrolepis (Βελανιδιά)

Θερμοξηρόβιο και φιλόφωτο δέντρο. Παρατηρήθηκε ότι στους ισχυρούς παγετούς του χειμώνα (αναφερονται τα έτη 2001-2002  και 2016-2017) η βελανιδιά υπέφερε λιγότερο από τα θερμόβια κωνοφόρα και από αρκετά αείφυλλα πλατύφυλλα είδη  Είναι αρκετά ανθεκτικό στους παγετούς. Οι απαιτήσεις του ως προς το έδαφος είναι μικρές και μπορεί να αναπτυχθεί σε μετρίως βαθιά ως αβαθή, αργιλλώδη εδάφη. Οι θρεπτικοί καρποί του αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για πολλά άγρια θηλαστικά και πτηνά (αγριόχοιροι, σκίουροι, κίσσες κ.ά.) ενώ χρησιμοποιούνται και για τη διατροφή των ήμερων χοίρων. Επίσης, δίνει ξυλεία πολύ καλής ποιότητας.

Μεγαλώνει αργά, αλλά αποκτάει μεγάλες διαστάσεις.

Ανθίζει Απρίλιο – Μάιο. Ο καρπός ωριμάζει κάθε δεύτερο Σεπτέμβριο από την άνθηση και πέφτει μόλις ωριμάσει. Είναι είδος φυλλοβόλο με φύλλα δερματώδη, τα οποία διατηρούνται μέχρι αργά το χειμώνα ή και μέχρι την αρχή της άνοιξης, γι’ αυτό αποκαλείται και ημιφυλλοβόλο. Εξαπλώνεται στη Ν. Ιταλία, στη Ν. Αλβανία, στην Τουρκία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν παντού: Κρήτη, Πελοπόννησο, Αττική, Αιτωλοακαρνανία, Κεφαλληνία, Κέρκυρα, Ήπειρο, Κυκλάδες, νησιά Β. Αιγαίου και Θράκη. Η γεωγραφική της εξάπλωση είναι μεγάλη, για τους λόγους αυτούς είναι πολύ σημαντικό είδος από οικολογικής αλλά και από οικονομικής άποψης.


Pinus pinea (Κουκουναριά)

Δένδρο ύψους μέχρι 25m. Η κόμη του στην αρχή είναι σφαιρική, ενώ αργότερα γίνεται ομπρελοειδής ώστε να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο φως. Οι βελόνες είναι ανοιχτοπράσινες παχιές και μακριές (10-15cm), είναι δε μεγαλύτερες από τις βελόνες των άλλων πεύκων του ελλαδικού χώρου. Οι βελόνες έχουν στόματα και στις δύο πλευρές και ζουν 2 – 3 χρόνια ενίοτε δε έως και 4. Τα αρσενικά άνθη βρίσκονται στη βάση των ετήσιων βλαστών και περιέχουν κίτρινη γύρη, η οποία διασκορπίζεται με τον άνεμο. Η γονιμοποίηση λαμβάνει χώρα 2 έτη μετά την επικονίαση και οι κώνοι ωριμάζουν σε 3 έτη. Συγκεκριμένα η επικονίαση λαμβάνει χώρα την άνοιξη (1ο έτος) και το καλοκαίρι του μεθεπόμενου έτους (3ο έτος) γίνεται η γονιμοποίηση (B. Abellanas et al, 1989). Η ωρίμανση των σπερμάτων γίνεται χειμώνα του αυτού έτους. Η κουκουναριά παρουσιάζει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας και καρποφορεί σχεδόν ανά τριετία (Γεωργιάδης και Χριστοδουλάκης, 1984).

Είναι είδος αδιάφορο ως προς το μητρικό πέτρωμα αν και ευδοκιμεί συνήθως σε ελαφρώς όξινα ή ουδέτερα εδάφη, ενώ ανέχεται και ελαφρά ασβεστολιθικό (βασικό) υπέδαφος. Προτιμάει εδάφη ελαφριάς ή μέτριας μηχανικής σύστασης (αμμώδη-αργιλοαμμώδη), ενώ αποφεύγει τα βαριά αργιλώδη εδάφη που δεν στραγγίζονται εύκολα.

Είναι η πλέον φωτόφιλη από όλες τις πεύκες και συνεπώς οι απαιτήσεις της σε φως είναι αυξημένες. Στον ελληνικό χώρο είναι αυτόχθονο είδος και απαντάται σε χαμηλά υψόμετρα και παραθαλάσσιες εκτάσεις, όπου σχηματίζει και δάση. Αν και συνήθως φύεται σε χαμηλά υψόμετρα και παραθαλάσσιες περιοχές, εξαπλώνεται μέχρι και το υψόμετρο των 1400m ιδίως στην ανατολική μεσόγειο, ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν μεμονωμένα άτομα τεχνητώς φυτευθέντα και σε πολύ καλή κατάσταση σε υψόμετρο 800m (Καλάβρυτα). Εξαπλώνεται κυρίως γύρω από τη Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, Αλβανία.

Το γεγονός ότι τα σπέρματα της κουκουναριάς είναι εδώδιμα έχει συντελέσει στην καλλιέργεια του είδους ήδη από τα αρχαία χρόνια και συνεπώς στην εισαγωγή του σε διάφορες περιοχές από τον άνθρωπο.

Ένα χαρακτηριστικό της κουκουναριάς είναι η σχεδόν παντελής απουσία ποικιλότητας μέσα στο είδος, γεγονός που έχει πιστοποιηθεί από μελέτες. Γενικά όπου και να σπείρει κανείς κουκουναριά, κουκουναριά θα πάρει δίχως μεταλλάξεις ή άλλες αλλαγές στον φαινότυπο (το τυπικό δέντρο κουκουνάρας).


Αν σας άρεσε η ιδέα της μίξης, αν θέλετε να δείτε και πάλι δρύες στην Αττική, αν σας αρέσει η κουκουναριά ως δέντρο και αν θέλετε να μειωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, η ευφλεκτικότητα των αττικών δασών, εδώ δημοσιεύουμε την σύνοψη μίας πρότασης που μπορεί στο μέλλον να αλλάξει ριζικά την εικόνα του τυπικού Πεντελικού και Αττικού δάσους. Επαφίεται σε όλους μας να καταθέσουμε την πρόταση μας στην αρμόδια Διεύθυνση Αναδασώσεων Αττικής και να ζητήσουμε την εφαρμογή της, εφόσον και οι εμπειρότατοι επιστήμονες της Δασικής Υπηρεσίας  συμφωνήσουν με τον σχεδιασμό αυτό.

Ακόμα και στον κήπο του ο καθένας μπορεί να ανακατέψει τα 2 ή και τα 3 είδη (προσοχή, η δρυς θέλει χώρο) και να απολαμβάνει μία πιο «ιδιωτική» γαλήνη που θα προσφέρουν τα καλοκαιρινά μεσημέρια τα θροΐζονται φύλλα της βελανιδιάς που θα τα κινεί ο αρωματισμένος από τα κωνοφόρα, άνεμος του Πεντελικού.

Ευχή μου παραμένει να δω σχεδιασμό, οργάνωση και εφαρμογή εγκατάστασης μικτών δασών στην Αττική. Μικτών, σταθερών, οικολογικά αποδεκτών και τελικά, δύσφλεκτων (όχι όμως άφλεκτων)

Οι αιώνια αθώοι της Περιφέρειας, της κεντρικής εξουσίας, της τοπικής διοίκησης καλούνται να δείξουν πως νοιάζονται για το δάσος, πως δεν αποτελεί τον «βραχνά» τους και κυρίως δεν έχουν σαν "ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΑΜΕΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ" όπως απαράδεκτα και κυνικά ομολογεί ο «πάντα αθώος» δήμαρχος της Ραφήνας.

Πηγή: KIRKINEWS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.