Ακολουθεί το ενδιαφέρον
άρθρο της Μαρίας Θ. Μάρκου, με τίτλο «Οι Δρόμοι της Ανάπτυξης».
«Στις νεοκλασικής έμπνευσης θεωρίες της ανάπτυξης, η
ελεύθερη αγορά εξασφαλίζει το πιο αποδοτικό, κάθε φορά, μίγμα κεφαλαίου και
εργασίας, με τον όρο της ανεμπόδιστης γεωγραφικής τους κινητικότητας.
Σ’ αυτήν τη συνθήκη γενικευμένης κινητικότητας τείνει
η οικονομική παγκοσμιοποίηση, κάνοντας την προσέλκυση επενδύσεων το υπνωτικό
«μάντρα» που κανοναρχούν οι πολιτικές οικονομικής προσαρμογής και τη
μετανάστευση το εργαλείο οικονομικής αναθέρμανσης που προκρίνουν τα λυσάρια του
ΟΟΣΑ.
Το εμπόδιο είναι η θεσμική και κοινωνική οργάνωση ενός
κόσμου φτιαγμένου όχι από ορθολογικές επιλογές, αλλά από τις ανόμοιες ιστορίες,
τις προσπάθειες, τα κέρδη και τις απώλειες των ανθρώπων που τον κατοικούν.
Δημιουργούν «τριβές» στην κινητικότητα οι δεσμοί των ανθρώπων με το χώρο και
μέσα από το χώρο. Αυτές πρέπει να λειάνει η απορρύθμιση, μέσα στο παιχνίδι της
γεωπολιτικής κυριαρχίας, με τη βία της αγοράς ή στο όνομά της.
Η βία καθοδηγεί και κεφαλαιοποιεί τις μαζικές
μετακινήσεις. Πάνω από εκατό χρόνια, οι μελέτες της μετανάστευσης δείχνουν
μονότονα ότι η αιτία της δεν είναι η επιλογή ενός καλύτερου περιβάλλοντος για
να ζήσεις, αλλά μια διαδοχή καταστροφών, είτε μιλάμε για τον πόλεμο, είτε για
φυσικές και οικονομικές καταστροφές, για φαινόμενα κοινωνικής αποδιάρθρωσης,
για τον κατατρεγμό ομάδων και πληθυσμών. Καταστροφών που τροφοδοτούν την
οικονομική ανάπτυξη, αποδομώντας τις κοινωνίες προέλευσης όσο και τις κοινωνίες
υποδοχής.
Γιατί οι κοινωνίες στον σύγχρονο κόσμο δεν είναι φτιαγμένες
για να υποδέχονται. Όπως λέει ο Giorgio Agaben, «στο σύστημα του έθνους –
κράτους, τα λεγόμενα ιερά και αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου αποδεικνύονται
τελείως απροστάτευτα, ακριβώς τη στιγμή που δεν είναι πλέον δυνατό να
χαρακτηριστούν ως δικαιώματα των πολιτών κάποιου κράτους (…) Η θέση του
πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε
στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο καθεστώς “ανθρώπου
καθαυτόν” είναι αδιανόητο για το δίκαιο του έθνους-κράτους» [1]. Όσο για τη
θέση του μετανάστη, γι’ αυτόν νομιμοποιείται κάθε φράχτης και τοίχος και
σύστημα επιτήρησης που θα του στερήσει ακόμα και την προσωρινότητα, σπρώχνοντάς
τον σε μια αόρατη κι ευάλωτη ζωή στις σκοτεινές ζώνες που οι κοινωνίες ορίζουν
με τα εσωτερικά τους τείχη για τους δικούς τους απόκληρους.
Η κινητικότητα έχει διαμορφώσει την κοινωνική
γεωγραφία του σύγχρονου κόσμου. Στη συνθήκη όμως της παγκοσμιοποίησης, η
διαρκής και βίαιη αλλαγή αυτής της γεωγραφίας είναι αναπτυξιακή στρατηγική.
Ολοένα και περισσότερες γίνονται οι ζώνες συμφοράς που περιβάλλουν τους θύλακες
ευημερίας, αριστείας, καινοτομίας, ανταγωνιστικότητας που δεν παύουν να
δημιουργούνται για την προσέλκυση επενδύσεων. Χώρες, πόλεις και περιοχές πρέπει
να διεκδικήσουν τέτοιους θύλακες, ν’ ανταγωνιστούν για να πείσουν τις
πολυεθνικές επιχειρήσεις ότι θα έχουν κέρδος αν εγκατασταθούν εκεί με κάθε
περιβαλλοντικό ή κοινωνικό κόστος, με μονοπωλιακούς όρους, με υψηλή ασφάλεια
και παραγωγικότητα, με «θέσεις υψηλού κύρους» που θα ενισχύσουν την αξία των
μετοχών τους.
Αυτό θα επιβαρύνει, βέβαια, με ασύμμετρο τρόπο τα
προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και τις κοινωνικές δαπάνες. Θα μεταβάλλει
επιλεκτικά τις προτεραιότητες του σχεδιασμού, σε βάρος των περιοχών και των
πληθυσμών που θα μείνουν έξω από την κούρσα του ανταγωνισμού (για κάθε
«αναγεννημένη περιοχή» στις ΗΠΑ έξι άλλες μετατρέπονται σε «δύοντα άστρα» της
έμμονης φτώχειας). Αυτό θα οδηγήσει, ίσως, σε μονοκαλλιέργειες (με κέρδος
γρήγορο αλλά ευάλωτο στο χρηματιστηριακό παιχνίδι), που θα θυσιάσουν
συγκροτημένες οικονομίες και κοινωνίες για να εκμεταλλευτούν αυτό που οι
φιλελεύθεροι οικονομολόγοι καταλαβαίνουν σαν «συγκριτικό πλεονέκτημα». Αλλά το
«ύψος της επένδυσης» μας υπόσχεται θέσεις απασχόλησης και, εν τέλει, τη διάχυση
της ανάπτυξης – άσχετα αν η υπόσχεση αυτή διαρκώς διαψεύδεται.
Ο ίδιος ανταγωνισμός για τις μετακινήσεις ανθρώπων –
όχι όμως όλων και όχι με τους ίδιους όρους, όπως παρατηρεί η Saskia Sassen. Θα
προσφερθούν προνόμια για την προσέλκυση τεχνοκρατών, στελεχών των επιχειρήσεων
και της παγκόσμιας διοίκησης, ηγετικών μορφών του θεάματος, τουριστών με χοντρά
πορτοφόλια. Οι πόλεις θα βάλουν γι’ αυτούς τα καλά τους, θα ανταγωνίζονται για
τη δημιουργία αντάξιου καταναλωτικού περιβάλλοντος, θα επινοήσουν ξανά και ξανά
την εικόνα τους, καινούργια και λαμπερή. Η φύση θα γίνει ομόλογα, για να τους
προσφέρει «ολοκληρωμένες εμπειρίες».
Για τους λιγότερο άξιους ή τυχερούς, η επισφάλεια, η
φτώχεια και η σιωπή όσο συμβάλλουν στην παραγωγικότητα και μέχρι να σαρωθούν
ανέξοδα από το «αόρατο χέρι της αγοράς» και ν’ αντικατασταθούν από άλλους, πιο
απελπισμένους κι εξίσου αναλώσιμους. Αυτοί θα είναι διαρκώς στο δρόμο, χωρίς να
κοιτάνε πίσω. Θα καταγράφονται χίλιες φορές και πάλι θα ζουν χωρίς χαρτιά,
χωρίς όνομα και διεύθυνση. Θα είναι αλλόκοτοι κι επικίνδυνοι, εικόνα αυτού που
τρέμουμε ότι μπορεί να μας συμβεί, αυτού που μας υποσχέθηκαν και ξέρουμε ότι
δεν θα μας δοθεί. Θα διαφιλονικούμε μαζί τους χώρους που ερημώθηκαν από την
ανάπτυξη και ζωές που παραμερίστηκαν από την πρόοδο.
Η προσφυγική κρίση στην Ελλάδα μάς αποκάλυψε οδυνηρά
πόσο περίπλοκο και πόσο δικό μας είναι το πρόβλημα που είχαν αναλάβει να
κρύψουν οι σκούπες της αστυνομίας και τα σχέδια αστικής αναγέννησης. Έδειξε ότι
οι πόλεις και τα χωριά μας δεν είναι ασφαλές καταφύγιο για τους ξεριζωμένους
γιατί ούτε και για μας δεν είναι ασφαλείς. Γιατί με την ίδια κίνηση οι πόλεμοι
ξεβράζουν πτώματα στη Λέσβο, ο τρόμος για το μέλλον διώχνει μακριά τα παιδιά
μας και εμείς τρέχουμε ξετρελαμένοι πίσω από αλλεπάλληλες ματαιώσεις. Με την
κίνηση που «διαχειρίζεται» η ελεύθερη αγορά, όχι όμως από κάπου αλλού. Η
προσφυγική κρίση μας αποκάλυψε ότι η παγκοσμιοποίηση συμβαίνει εδώ, και
συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό, μέσα από τις ντόπιες πολιτικές λιτότητας και
συγκέντρωσης του πλούτου, αποδόμησης των δικαιωμάτων, αποδιάρθρωσης της
εργασίας και του κοινωνικού κράτους, λεηλασίας της μικρο-ιδιοκτησίας, της
μικρο-επιχειρηματικότητας, της κοινής κληρονομιάς.
Γι’ αυτό το λόγο, το να σχεδιάσουμε δομές φιλοξενίας
και ένταξης, όχι μαζικής διαχείρισης και ελέγχου, των ανθρώπινων υπάρξεων που
ζητούν εδώ καταφύγιο, σημαίνει να σχεδιάσουμε έτσι και το δικό μας χώρο, τη
δική μας κοινωνία και τον τρόπο που ανοίγεται στον κόσμο. Ίσως μιλάμε για κάτι
που μας ξεπερνά και για μια καταστροφή που είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε.
Ίσως όμως και να μιλάμε για έναν δρόμο που πρέπει να πάρουμε ξεπερνώντας την
ανημπόρια. Αυτό έλπισαν οι χιλιάδες άνθρωποι που συνεργάστηκαν για να βοηθήσουν
την κρίσιμη ώρα. Είναι ακόμα ανάμεσά μας αυτοί οι άνθρωποι.»
[1] Η
αναφορά στην εισήγηση της Ελένης Πορτάλιου στην πρόσφατη Ευρωμεσογειακή
Συνάντηση Αλληλεγγύης με τους Πρόσφυγες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.