Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Αυτονομία ή Ετερονομία: Τέχνης και Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής, του Φάνη Παπαγεωργίου



Αναδημοσίευση άρθρου του Φάνη Παπαγεωργίου, από τη στήλη ‘ΟΔΟΔΕΙΚΤΗ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ’ στο THRACA.GR


Ο Φάνης Παπαγεωργίου (Αθήνα, 1986) σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο και είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εργάζεται ως ερευνητής. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Πλυντήριο Άστρων» (εκδ. Λογότεχνον, 2013 –βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών για το «Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη 2013») και «Η Θάλασσα με τα 150 Επίπεδα» (εκδ. Κουκούτσι, 2016), και έχει τιμηθεί συμμετέχοντας στο 3ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών. 


Αυτονομία ή Ετερονομία:  Τέχνης και Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής

του Φάνη Παπαγεωργίου

«Η αντίφαση όλης της αυτονομίας της τέχνης είναι η απόκρυψη της δαπανημένης εργασίας που ενσωματώθηκε [στο αγαθό], αλλά [που] στον ακραίο καπιταλισμό της ηγεμονίας του εμπορεύματος και της ανταλλακτικής αξίας, οι αντιφάσεις που προκύπτουν καθιστούν την αυτονομία έννοια προβληματική αλλά και προγραμματική» 
(Adorno 2005, σελ. 72)


Η τέχνη έμπλεη της δομικής της αντίφασης

Για τον Adorno (1997) η καλλιτεχνική δημιουργία είναι δέσμια της πρωταρχικής της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής και αισθητικής αυτονομίας, από τη μία, και από την άλλη, της ετερονομικής της σχέσης με το κεφάλαιο, και άρα με την θέσμιση της ως εμπόρευμα. Με την έννοια της αυτονομίας, ο Adorno εννοεί την πλήρη διάρρηξη, (ως ιδεατή-φαντασιακή κατασκευή) οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ του καλλιτεχνικού αγαθού και της κοινωνικής και πολιτικής αξίας που αυτό μπορεί να φέρει ή να έχει και άρα των αναπαραστάσεων του κοινωνικού κόσμου. Αντίθετα, η ετερονομία νοείται ως η ολική υπαγωγή του καλλιτεχνικού αγαθού στους νόμους και την ιδεολογία της αγοράς και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Έτσι, τέκνο αυτής της αντίφασης, στην καλλιτεχνική δημιουργία πλήρης αυτονομία ή ετερονομία δεν μπορεί να γίνει ποτέ δυνατή, καθώς η διαλεκτική σχέση που γεννιέται μέσα στην αντίφαση καθιστά αδύνατη την τέχνη έξω από την οποιαδήποτε σχέση από το κεφάλαιο, όπως και καθιστά αδύνατη μια τέχνη ολικά υποταγμένη στο κεφάλαιο και τη συσσώρευση. Παρά το γεγονός ότι η καλλιτεχνική δημιουργία ποτέ δεν θα είναι πλήρως αυτόνομη, καθώς γεννιέται από υποκείμενα που ζουν μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ούτε και πλήρως δεσμευμένη από το κεφάλαιο, πιστεύουμε ότι έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση προς την κατεύθυνσης της υπαγωγής του καλλιτεχνικού αγαθού στους νόμους και κυρίως στην ιδεολογία του κεφαλαίου και άρα προς τον πόλο της πιο ετερονομικής θέσμισης του καλλιτεχνικού αγαθού. 

Η στασιμότητα στην κεδροφορία του κεφαλαίου, η οποία παρατηρείται από τη δεκαετία του ’80, ωθεί σταδιακά στην αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Έτσι, ο ελεύθερος χρόνος, και άρα η διασκέδαση και η τέχνη σταδιακά υπάγονται στη σφαίρα της κερδοφορίας και στους νόμους του κεφαλαίου και λογίζονται όχι μόνο ως εμπορεύματα, αλλά ως προνομιακά καινούρια πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Το καλλιτεχνικό αγαθό υπάγεται βίαια στους νόμους της αγοράς και της συσσώρευσης (Vishmidt 2016), και ο καλλιτέχνης μετασχηματίζεται σε καινοτόμο επιτηδευματία (entrepreneur), ο οποίος καταξιώνεται τη στιγμή της ανταλλαγής του εμπορεύματος. Ακόμα τη στιγμή της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους, παρατηρείται μια τάση προς την απαξίωση του κοινωνικού κεφαλαίου (Derrida 1992). Άλλωστε το κοινωνικό κράτος ήταν πάντα συνδεδεμένο με τους θεσμούς που παρείχαν ελεύθερη πρόσβαση στα αγαθά του πολιτισμού, με βάση την οποία οι καλλιτέχνες έχαιραν μια προνομιακή θέση στην κοινωνική πυραμίδα (Bourdieu 1991).Το κοινωνικό κεφάλαιο σήμερα, δίνει τη θέση του στους κοινωνικούς πόρους (cultural resources) οι οποίοι θα μετασχηματιστούν σε κεφάλαιο, πλέον οικονομικό, τη στιγμή που η δυνατότητα που παρέχουν βρει τη θέση της στην ανταλλαγή και στην αγορά. 

Σε αυτήν την πορεία, η αφηρημένη υπαγωγή του καλλιτεχνικού αγαθού στους νόμους και στην ιδεολογία του κεφαλαίου συναντά εξειδικεύσεις (particularities) και κόμβους. Η υπαγωγή του καλλιτεχνικού αγαθού στην ταχύτητα και την κερδοφορία της αγοράς εντοπίζεται πρωταρχικά στην αναίρεση μιας από τις θεμελιακότερες ίσως, έννοιες στην τέχνη, αυτής της «διαχρονικότητας», αυτό κυρίως εντοπίζεται στη συνεχή διαδικασία χρηματιστικοποιήσης μέσα από συγκεκριμένες καπιταλιστικές δομές όπως χρηματιστήριο έργων τέχνης, μέσα στο οποίο το κριτήριο εντοπίζεται στην ταχύτητα πώλησης πρωτεύοντος και στην αξία πώλησης δευτερευόντως. Αυτός ο μετασχηματισμός επισυμβαίνει ή έστω καθίσταται ορατός a posteriori, μέσω της ιδεολογικοποίησης της αξίας της μορφής, της φόρμας και των εκφραστικών μέσων. Το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού έργου παύει σταδιακά να έχει σημασία και δεσμεύεται στην μορφή, γυρνώντας ανάποδη όλη την διαλεκτική της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού. 

Στο μοντέρνο το περιεχόμενο είναι το κατεξοχήν πεδίο της αντίφασης, ο δυνητικός φορέας της ηθικής και αξιακής πρόσληψης του κόσμου, το δέον και το είναι σε ένα σύμπλοκο, το πεδίο γέννησης των ερωτήσεων που αφορούν τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Το περιεχόμενο αποτελούσε το ερώτημα πάνω στο οποίο καλείται ο θεατής να τοποθετηθεί μέσω της συναισθηματικής του κινητοποίησης, μιας διαδικασίας τελικά συν-κίνσης ενεργητικής και ζωντανής, η οποία όμως απαιτεί χρόνο και υποκείμενα δεκτικά. Το πεδίο αυτό της τέχνης δείχνει να αποτελεί πρόσκομμα στην διαδικασία της ταχείας κυκλοφορίας του εμπορεύματος και στη δημιουργία αξίας. Το καλλιτεχνικό έργο χάνει την διαχρονικότητα του μέσω της άρνησης του συναισθήματος ως διαδικασίας δημιουργίας και της αντικατάστασης του από τον φορμαλισμό ενός «κυρίαρχου» συναισθήματος, οδηγώντας τελικά στην αποστράγγιση του συναισθήματος ως δυνατότητα επαναπρόσληψης του κόσμου. 


Τέχνη και καλλιτέχνες

 Στη σφαίρα της κυκλοφορίας στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ο χρόνος λειτουργεί και ως κριτήριο επιτυχίας της αγοράς[1]. Η υπαγωγή του έργου τέχνης στην ταχύτητα πώλησης (και μεταπώλησης), στην ταχύτητα της κυκλοφορίας του εμπορεύματος τελικά επαναθεμελιώνει βίαια το έργο τέχνης στο κριτήριο της ταχύτητας επίτευξης της αξίας. Έτσι, ερχόμαστε στο δεύτερο σημείο μετασχηματισμού, ο καλλιτέχνης εξελίσσεται σε ένα δημιουργικό ον που ψυχανεμίζεται τις ορέξεις της αγοράς, ή (και) τους τρόπους καλύτερης προώθησης του έργου τέχνης, προκειμένου να μπορεί να αναπαράγεται ως δημιουργικό ον. Η καλλιτεχνική εργασία ευθυγραμμίζεται με την αλλοτριωμένη εργασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπου ο καλλιτέχνης όχι μόνο αποκόπτεται από το προϊόν της παραγωγής του αλλά αναγκάζεται να το στρέψει στην παντοδυναμία της μορφής έναντι του περιεχομένου. «Έχω καθαρή συνείδηση, έχω γράψει χιλιάδες σελίδες. Με όρους υπευθυνότητας, εργασίας και εκπλήρωσης του καθήκοντος δεν είμαι χειρότερος από κάποιον που έχτισε έναν δρόμο» (Darboven, βλ. και Adler 2009 σελ. 106). Σύμφωνα με του Roberts και Sholette η καλλιτεχνική δραστηριότητα όλο και περισσότερο λειτουργεί σαν μια θολή περιοχή ανεργίας και υπο-απασχόλησης όπου όλο και περισσότεροι εισέρχονται προκειμένου να κεφαλαιοποίησουν μέρος της δημιουργούμενης αξίας που δημιουργείται στην αγορά, σε ένα ούτως ή άλλως εχθρικό, για αυτούς, οικονομικό περιβάλλον (Sholette 2010, Roberts 2007).

Η αισθητική αρτιότητα του έργου θεμελιώνεται εκ νέου σε μια «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό» (Vishmidt 2016), σε μια αξιολόγηση (valorization) της αυτό-εικόνας του κεφαλαίου (Vishmidt 2016). Το καλλιτεχνικό έργο ως εκ τούτου γίνεται θραύσμα, μια όψη της ετερονομικής πλέον σχέσης του αισθητικού ως μορφή, με το κεφάλαιο. Περνάμε στη λαγνεία της μορφής, της αποτύπωσης είτε με όρους θαυμασμού είτε με όρους απόρριψης μιας όψης του κεφαλαίου και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αρνείται να (ξανά-)μιλήσει για τον κόσμο, φοβούμενο την αποτυχία στην τέλεση της συναλλαγής από τη μια, και από την άλλη το γεγονός πως η δημιουργικότητα του καλλιτέχνη είναι μια «αυτό-επένδυση» (Federici 2012), μια εξατομίκευση της σχέσης των υποκειμένων με το κεφάλαιο μέσα στην οποία δεν μπορούν να μιλήσουν για το ολικό, τον κόσμο και το μετασχηματισμό του, αλλά πρέπει να ξαναβρούν το μερικό ως συνθήκη της ίδιας τους της επιβίωσης. Πρόκειται για μια ακόμη όψη της αλλοτριωμένης εργασίας στην οποία ο/η εργάτη/τρια δεν μπορεί να σκεφτεί την διαδικασία που παρήγαγε αυτό στο οποίο πήρε μέρος. Η «αυτό-επένδυση» του δημιουργικού υποκειμένου στερεί την δυνατότητα αυτό-εντοπισμού του υποκειμένου στον πόλο της εργασίας, όπου θα μπορούσε να σκεφτεί ίσως μια μετά- ή μη καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Ακόμα, η ώθηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προς την αυτό-επένδυση, οδηγεί τελικά στον περιορισμό των οριζόντων του καλλιτέχνη, την συντριβή της περιεχομενικής φαντασίας και τελικά την πλήρη αδυναμία του να τοποθετηθεί έξω από την σπάθη του κεφαλαίου (Gielen 2013). Η τέχνη χάνει έτσι κάθε δυνατότητα συναισθηματικής κινητοποίησης και συγκίνησης, καταντάει μια μορφολογική-υφολογική εξυπνάδα την οποία ο «χίπστερ» δημιουργικός καλλιτέχνης καλείται να πωλήσει. Τέχνη, στην καλύτερη περίπτωση θραυσματική, στην οποία πρέπει να χτυπάει η καρδιά του κόσμου, έτσι που μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στην μεγάλη της αυτονόμηση η καλλιτεχνική δραστηριότητα μπορούσε να ηγείται κοινωνικών ρευμάτων, διαμορφόνωντας τα και ριζοσπαστικοποιώντας τα, τώρα μετασχηματίζεται σε ένα καλλιεπή ακόλουθο των κοινωνικών ρευμάτων της εποχής και κυρίως της κατανάλωσης.


Να ξαναβρούμε τον κόσμο και τα ερωτήματα του

Η απόρριψη της υπαγωγής της τέχνης στο κεφάλαιο δεν έχει να κάνει (μόνο) με κάποια πολιτική στράτευση των υποκειμένων της, αλλά θέτει θεμελιακά ερωτήματα για την τέχνη όπως τουλάχιστον την έχουμε γνωρίσει. Ξαναβρίσκοντας τα ολικά, τα πλήρη, τις θεμελιακές αντιφάσεις που ορίζουν τον κόσμο, μπορεί η τέχνη να ξαναβρεί τον τρόπο να συνομιλήσει με τους θεωρούς και το κοινό, μπορεί να ξανακινητοποιήσει συναισθηματικά, να ξαναδώσει δικαίωμα να φανταζόμαστε πως θα θέλαμε να ζούμε, να ξαναφτιάξει ένα νήμα για την ομορφιά της ζωής, να οδηγήσει τον κόσμο έξω από την τροχιά των αναπαραστάσεων του, για να ξαναμιλήσει για το φεγγάρι σκελίδα και τον ήλιο γλόμπο και τον κόσμο ηφαίστειο. Η γενιά μας πρέπει να μιλήσει για τα ερωτήματα της, την μετανάστευση των φίλων μας και των συγγενών μας, την στέρηση του δικαιώματος να φανταζόμαστε τη ζωή που θέλουμε, και πολύ περισσότερο να γνωρίζουμε πως θα ζούμε όχι σε δέκα χρόνια αλλά σε ένα. 

Ακολουθώντας την εγελιανή λογική, να βρούμε στο περιεχόμενο της τέχνης το κάλεσμα συνομιλίας για την επανεφεύρεση του κόσμου, να το αρθρώσουμε προνομιακά πάνω στην καθολικότητα (universality) της ανθρώπινης ύπαρξης και των ανθρώπινων αναγκών, όπως οι τελευταίες προκύπτουν είτε βιολογικά είτε από τη συνθήκη της συνύπαρξης των ανθρώπων σε κοινωνίες (particularity) να το εξειδικεύσουμε στο μεμονωμένο καλλιτεχνικό έργο, στα συγκεκριμένα βιώματα του καλλιτέχνη (singularity).
Σύμφωνα με τον Bernstein (2004, σελ. 146)  «θα υπάρχει πάντα μια εσωτερική εμμενής δύναμη στο καλλιτεχνικό έργο η οποία δεν θα μεσολαβείται σε κοινωνικές αναπαραστάσεις» και η οποία θα έχει μια υπεριστορική δυναμική στην οποία θα εντοπίζονται τα ερωτήματα του πως ζει ο άνθρωπος, δεδομένου ότι πρόκειται για κοινωνικό ον. Στη νεωτερικότητα η τέχνη αντιλαμβάνεται στιγμιαία την εσωτερικής αυτή της δυναμική και έτσι αποκτά της αυτό-συνειδησία της αυτονομίας της Bernstein (2004, σελ. 146). Να ξαναβρούμε λοιπόν τη νεωτερικότητα και να την υπερβούμε!

Να ανοίξουμε ένα νέο κόσμο: «Έτσι μου ζωντάνεψαν όλα τα ημερούντα και όλα τα κινούμενα σημεία και μου αποκαλύφθηκε η ψυχή μου. Μου ήταν αρκετά για να συλλάβω με όλη μου την υπόσταση, με όλες μου τις αισθήσεις τη δυνατότητα και την ύπαρξη της Τέχνης που εν αντιθέσει προς την αντικειμενικότητα ονομάζεται σήμερα Αφηρημένη» (Kandinsky 1986, σελ. 239). 

---------------------

[1][1] Όλη η λειτουργία των δευτερογενών αγορών και του πλασματικού κεφαλαίου είναι βασισμένη στην λογική ελαχιστοποίησης του χρόνου που μεσολαβεί στην πραγμάτωση της αξίας ως ανταλλακτική αξία και στο εμπόρευμα ως νέο χρήμα. 

***

Αναφορές
Adler D., Hanne Darboven: Cultural History 1880-1983, London: Afterall Books, 2009.
Adorno Τ., Aesthetic Theory, R. Hullot-Kentorm trans., London: Athlone, 1997.
Adorno Τ., In Search of Wagner, Rodney Livingstone, trans., London and New York: Verso, 2005.
Bernstein J., Adorno’s Aesthetic Theory, in F. Rush ed. The Cambridge Companion to Critical Theory, Cambridge: Cambridge University Press, 2004.
Bourdieu P., Language and symbolic power (G. Raymond & M. Adamson, Trans.). Cambridge: Harvard University Press, 1991.
Derrida J., The other heading: Reflections on today's Europe (P. Brault & M. B. Naas, Trans.). Bloomington: Indiana University Press, 1992.
Federici S., Revolution at Point Zero: Housework, Reproduction, and Feminist Struggle, Oakland: PM Press, 2012.
Gielen P., Autonomy via Heteronomy, Open! Platform for Art, Culture & the Public Domain, https://www.onlineopen.org/autonomy-via-heteronomy 2013.
Kandinsky W., Τέχνη και Καλλιτέχνης, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 1986.
Roberts J., The Intangibilities of Form: Skill and Deskilling in Art After the Readymade, London and New York: Verso, 2007.
Sholette G., Dark Matter: Art and Politics in the Age of Enterprise Culture, London: Pluto Press, 2010.
Vishmidt M., The Politics of Speculative Labour, http://transformativeartproduction.net/the-politics-of-speculative-labour/, 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.