Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Μαρία Μάρκου: ‘Τι θα πει Κατάρρευση’




Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο καθηγήτριας στο ΕΜΠ, στον Τομέα Πολεοδομίας – Χωροταξίας των Αρχιτεκτόνων, και καλής φίλης Μαρίας Θ. Μάρκου, με  τίτλο ‘Τι θα πει κατάρρευση’. Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του ΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, φύλλο 362, της 3ης Ιουνίου 2017


Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ο κλάδος της οικοδομής κατέρρευσε με τόσο θόρυβο όση ήταν και η συνεισφορά του, μέχρι τότε, στην ανάπτυξη: Η βαλβίδα ασφαλείας της ελληνικής οικονομίας που, και σε περιόδους κρίσης, δημιουργούσε θέσεις απασχόλησης, εξειδικεύσεις, παραγωγικά δίκτυα, εισοδήματα.

Η κερδοφορία του κλάδου ήταν αποτέλεσμα των επάλληλων φάσεων αστικοποίησης που σημάδεψαν τη νεώτερη ιστορία της χώρας, είτε από πολιτικές επιλογές είτε από συγκυρίες, αυξάνοντας διαρκώς τη ζήτηση για στέγη και υποδομές, ζήτηση που απογειώθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια, χωρίς τις αναγκαίες πολιτικές. Οι δημόσιες επενδύσεις πάντα κατώτερες των αναγκών μιας χώρας σε διαρκή χρεωκοπία, σε καθεστώς υποτέλειας, με υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και χαώδες φορολογικό σύστημα, μιας χώρας όπου η έννοια της αναδιανομής ήταν πάντα πολιτικά ύποπτη. Οι πολεοδομικές ρυθμίσεις έρμαιο του πελατειακού συστήματος. Η στεγαστική πολιτική και η στεγαστική πίστη απλά ανύπαρκτες.
Ένα κράτος ανεύθυνο απέναντι στον πολίτη, βρήκε εύκολα τη λύση του στεγαστικού ζητήματος στην κερδοσκοπία και στην αυτοστέγαση. Με την ανομολόγητη ανοχή στη φοροδιαφυγή, στην εισφοροαποφυγή, στην εργοδοτική ασυδοσία, στις συστηματικές εκπτώσεις στην ποιότητα των κατασκευών και στην προστασία του περιβάλλοντος. Αλλά και με τις δέουσες παρεμβάσεις υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών φίλων, κάθε φορά που το διακύβευμα ήταν «στρατηγικής σημασίας».
Η οικοδομική δραστηριότητα στηρίχτηκε για δεκαετίες στο ρουσφέτι, στο ξέπλυμα χρήματος και συνειδήσεων. Αλλά και στη μικροϊδιοκτησία. Μικρό το μέρος του κτιριακού αποθέματος που προορίστηκε για τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Το μεγαλύτερο μέρος, οι εμπορικές πολυκατοικίες των κεντρικών περιοχών και τα αυθαίρετα της αστικής περιφέρειας ήταν για τα λαϊκά στρώματα. Σταθερές πηγές χρηματοδότησης οι οικογενειακές αποταμιεύσεις, προϊόν της αυταπασχόλησης και της μικρής επιχειρηματικότητας, τα μεταναστευτικά και ναυτικά εμβάσματα, η ρευστοποίηση του αγροτικού κλήρου.

Έτσι, κάπως, διαμορφώθηκε το γνώριμο τοπίο των ελληνικών πόλεων. Ασφαλώς στο περιθώριο των πολεοδομικών οραμάτων, όπου διατυπώθηκαν τέτοια. Ασφαλώς χωρίς κριτήρια ποιότητας. Έτσι όμως, τα λαϊκά νοικοκυριά απέφυγαν το δανεισμό, έτσι έχτισαν κοινωνικά δίκτυα και κοινοτικούς δεσμούς, έτσι περιορίστηκαν οι διαχωριστικές πιέσεις στις πόλεις και οι συγκεντρωτικές τάσεις της κτηματαγοράς.
Έτσι δημιουργήθηκε και το υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους. Με τη διαχείριση του στεγαστικού αποθέματος, τα λαϊκά νοικοκυριά κατόρθωσαν να συμπληρώσουν συντάξεις, να καλύψουν ιατρικές ή εκπαιδευτικές δαπάνες, να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, να εξασφαλίσουν τη δανειοδότηση μικρο-επιχειρήσεων. Στη μικροϊδιοκτησία των ακινήτων βασίστηκαν, σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά, οι «εξασφαλιστικές και ανελικτικές» στρατηγικές της ελληνικής οικογένειας, η «μικροαστική ενσωμάτωση» της εσωτερικής μετανάστευσης, η μόρφωση των παιδιών, η άμυνα στη μισθωτοποίηση και στις διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας. Αυτές οι στρατηγικές διαμόρφωσαν τις γειτονιές των ελληνικών πόλεων, με την εκτεταμένη κοινωνική και λειτουργική μείξη, με την ταπεινότητα, την ανεκτικότητα και τη ζωντάνια τους – όσο κι αν είναι αισθητικά επιλήψιμη για τη λόγια αρχιτεκτονική.
Η οικοδομή απασχόλησε διαδοχικά κύματα μετανάστευσης, από τα παλιά σινάφια των συγχωριανών μέχρι τους απόκληρους της ανατολικής Ευρώπης και της μακρινής Ανατολής, στην «αυγή της νέας χιλιετίας». Δημιούργησε έναν κόσμο εξειδικεύσεων, ένα απέραντο πλέγμα συναλλαγών και υπεργολαβιών, τρόπους ζωής και καταναλωτικά πρότυπα, κοινωνικές ιεραρχίες και συνδικαλιστικούς αγώνες. Κι ύστερα ήρθε ο εκσυγχρονισμός, με τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες στο χρηματιστήριο, στα τουριστικά έργα και στην οδοποιία. Ήρθε η καινοτομία στα υλικά και στις τεχνικές κατασκευής, ολοένα και πιο ακριβές, η προαστειοποίηση που άλλαξε την κοινωνική γεωγραφία των πόλεων, ήρθαν τα νέα «χρηματοδοτικά εργαλεία», τα φτηνά ενυπόθηκα δάνεια που δεν μας άφησαν να καταλάβουμε πόσο πιο γρήγορα ανέβαιναν οι τιμές των ακινήτων από τα λαϊκά εισοδήματα.
Η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας ήταν συνέπεια της βίαιης υποβάθμισης των εισοδημάτων στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, υποβάθμιση που έπληξε πρώτα τα λαϊκά στρώματα. Άρχισε και η άγρια φορολόγηση εισοδημάτων σε ελεύθερη πτώση. Και η φορολόγηση των ακινήτων σε ασύλληπτα ύψη. Και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των ανέργων. Όλα για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους που, στο μεταξύ, δημιούργησε ένα χρεωμένο πληθυσμό. Άχρηστο βάρος πια τα ακίνητα.

Όποιος μιλάει για τις «θυσίες» του ελληνικού λαού δεν έχει καταλάβει το μέγεθος της απόγνωσης, όπως αποτυπώνεται στον κλάδο της οικοδομής. Τα παραγωγικά της δίκτυα σε διάλυση. Η ανεργία στις πιο τρομακτικές διαστάσεις της σ’ όλα τα επίπεδα απασχόλησης από τους μηχανικούς μέχρι τα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Μια ολόκληρη γενιά βιώνει τον εφιάλτη της απο-ειδίκευσης. Ποιος θα μεταφέρει τεχνογνωσία στους χτίστες του μέλλοντος; Άνθρωποι που ποτέ τους δεν δανείστηκαν φορτώνονται με ασήκωτα χρέη προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, άλλων τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια γίνονται βραχνάς, με μόνη ορατή προοπτική τη μάχη με τις κατασχέσεις. Η ελπίδα της συνταξιοδότησης, για τους μεγαλύτερους, χάνεται μέσα στο δαίδαλο των «μεταρρυθμίσεων». Οι νέοι του μεροκάματου στις ουρές των γραφείων ανεργίας. Οι νέοι μηχανικοί στην ετεροαπασχόληση και το πρεκαριάτο, με ενάμισι ευρώ την ώρα, ή με την «πρακτική» μέχρι να ενδώσουν στη μετανάστευση. Αν κάποτε γυρίσουν, θα τους περιμένουν τα χρέη του ελεύθερου επαγγελματία που δεν υπήρξαν. Για τους κληρονόμους μιας εποχής ευμάρειας, ένα μεταπτυχιακό ίσως καθυστερήσει λίγο την πρόσκρουση στον τοίχο μιας οικονομίας που δεν τους έχει ανάγκη. Ανθρώπινες σχέσεις, οικογενειακά σχέδια, ματαιωμένα εκ των προτέρων σε μια επιβεβλημένη ατέλειωτη εφηβεία.
Ακόμα πιο δυσοίωνη η προοπτική. Όσο το στεγαστικό απόθεμα υποβαθμίζεται χωρίς συντήρηση, όσο αυξάνονται τα κλειστά καταστήματα, τα κενά διαμερίσματα, η ενεργειακή φτώχεια, όσο ευτελίζονται τα ενοίκια και οι αξίες γης με αμείωτα τα φορολογικά βάρη, τόσο ανοίγει ο δρόμος για τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε συμφέρουσες τιμές, για την «κανονικοποίηση» της κτηματαγοράς, για την ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής αγοράς ενοικίων. Οι αναπτυξιακές εταιρείες θα καθορίζουν εφεξής την πολιτική εποικισμού, το επίπεδο της «στεγαστικής κινητικότητας», τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Τέρμα στη μικροϊδιοκτησία που αγνοεί τα επενδυτικά ήθη. Τέρμα στις στρατηγικές της επιβίωσης και στο μοίρασμα του πλούτου. Ο καθένας στη θέση που του ορίζει το αόρατο χέρι της αγοράς.
Τέλος εποχής. Η διαχείριση του δημόσιου χρέους, όπως όλοι έχουμε καταλάβει, δεν είναι παρά το μέσο για μια νέα κανονικότητα. Μαζί με την οικοδομική δραστηριότητα όπως τη γνωρίσαμε, η ίδια η δομή της ελληνικής κοινωνίας είναι προορισμένη ν’ αλλάξει. Μας το πουλάνε σαν αναγκαιότητα και δεν είναι η πρώτη φορά. Στα 1930, απόστολος ενός καπιταλισμού που θα εξορθολογιζόταν με την πλήρη απασχόληση, ο J.M. Keynes έγραφε: «Δεν υπάρχει άλλη βούληση από τη δική μας και, στη θέση ενός αόρατου χεριού, δεν υπάρχουν παρά τα ματωμένα μας πόδια που, μέσα από πόνους και λάθη, προχωρούν προς ένα αβέβαιο μέλλον». Κοντά εκατό χρόνια πριν, υπήρχαν εναλλακτικές.

Υπενθυμίζω ότι το άρθρο της Μαρίας Μάρκου ‘Τι θα πει κατάρρευση’ δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του ΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, φύλλο 362, της 3ης Ιουνίου 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.