Του Σπύρου Ψαρούδα (*)
Η έννοια των «κοινών» έχει πολλές
και ενδιαφέρουσες πτυχές. Ο όρος εµφανίζεται σε διάφορα ιστορικά πλαίσια. Πρώτα
απ’ όλα, ο όρος συνδέεται µε τις περιφράξεις γης (land enclosure) κατά τη
διάρκεια της προ-καπιταλιστικής περιόδου ή στις αρχές του καπιταλισµού στην
Αγγλία και τις διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης (από τον 16ο αιώνα και
µετά). Ξανασυναντάµε τον όρο στις επεξεργασίες από το ιταλικό κίνηµα της
εργατικής αυτονοµίας στη δεκαετία του 1960. Ξαναέρχεται στο προσκήνιο τις
τελευταίες µία-δύο δεκαετίες, µε το διαδίκτυο, τα λογισµικά ανοιχτού κώδικα, τα
δίκτυα οµότιµης παραγωγής, καθώς επίσης, όλο και περισσότερο, στο κίνηµα της
εναλλακτικής παγκοσµιοποίησης. Οι Νέγκρι και Χαρντ ανανέωσαν τη συζήτηση γύρω
από ανάλογα θέµατα, µε την τριλογία των βιβλίων τους «Αυτοκρατορία», «Πλήθος»
και «Κοινοπολιτεία» (Commonwealth).
Σύµφωνα µε µια από τις πιο
ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις , τα κοινά δεν πρέπει να τα αντιλαµβανόµαστε απλώς
ως πόρους για τους οποίους δεν χρειάζεται να πληρώνουµε. Για να αντιληφθούµε τα
κοινά πρέπει να συµπεριλάβουµε τρία πράγµατα την ίδια στιγµή. Πρώτα από όλα τα
κοινά περιλαµβάνουν κάποιου είδους κοινούς πόρους που γίνονται αντιληπτοί ως µη
εµπορευµατικά µέσα για την εκπλήρωση αναγκών των ανθρώπων. Δεύτερον, τα κοινά
δηµιουργούνται και διατηρούνται από κοινότητες, που είναι σύνολα από commoners
(κοινωνούς), οι οποίοι µοιράζονται αυτούς τους κοινούς πόρους, και καθορίζουν
οι ίδιοι τους κανόνες σύµφωνα µε τους οποίους παρέχεται πρόσβαση και χρήση σε
αυτούς.
Επιπρόσθετα σε αυτά τα δυο στοιχεία
– τους κοινούς πόρους και τις κοινότητες- το τρίτο και πιο σηµαντικό στοιχείο για
να οριστούν τα κοινά είναι το ρήµα «to common» (κοινωνώ, µοιράζοµαι), που αφορά
στην κοινωνική διαδικασία η οποία δηµιουργεί και αναπαράγει τα κοινά.
Η αναφορά σε αυτό το εννοιολογικό
πλαίσιο, µας βοηθά στην αµφισβήτηση των κυρίαρχων τάσεων που θεωρούν πως η
προστασία της φύσης προϋποθέτει την επιλογή µεταξύ είτε της πλήρους
ιδιωτικοποίησης και εµπορευµατικοποίησης των φυσικών πόρων (νεοφιλελεύθερες
προσεγγίσεις) είτε της κρατικοποίησης και του αυξηµένου κρατικού ελέγχου.
Συγκεκριµένα, µια µεγάλη κατηγορία
τοποθετήσεων βασίζονται στην παραδοχή ότι (και) η προστασία της φύσης είναι µία
κατ’ αρχήν ιδιωτική υπόθεση: Σύµφωνα µε το γενικό πλαίσιο των τοποθετήσεων
αυτών, η περιβαλλοντική προστασία δεν µπορεί να αγνοεί το «αναφαίρετο ανθρώπινο
δικαίωµα» στην ατοµική ιδιοκτησία. Κίνητρα που βασίζονται στην ελεύθερη αγορά
παρακινούν, µε υλικό και συγκεκριµένο τρόπο, στην αποτελεσµατικότερη φροντίδα
των φυσικών πόρων.
Είναι µάλλον ευρέως γνωστό το άρθρο
του Γκάρετ Χάρντιν στο περιοδικό Science, το 1968, µε τίτλο «Η τραγωδία των
κοινών» . Στο άρθρο αυτό αναπτύσσεται η συλλογιστική πως όταν κάποια αγαθά δεν
ανήκουν σε συγκεκριµένα άτοµα, αλλά είναι ελεύθερα σε όλους (κοινά), τότε η
εκµετάλλευσή τους αποφέρει ατοµικά πλεονεκτήµατα µεν, κοινά µειονεκτήµατα δε.
Το συµπέρασµα είναι πως οδηγούµαστε αναπόφευκτα σε τραγωδία βιωσιµότητας, αφού
τα άτοµα που έχουν πρόσβαση στους κοινούς πόρους, θα έχουν ως στόχο πάντα να
µεγιστοποιούν τα ατοµικά τους οφέλη και γι αυτό θα τους καταστρέψουν.
Τα επιχειρήµατα του άρθρου
χρησιµοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται ευρέως από τους
απολογητές του νεοφιλελευθερισµού για να ενισχυθεί η θέση περί υπεροχής των
ιδιωτικοοικονοµικών κριτηρίων στη διαχείριση των φυσικών πόρων, προκειµένου να
επιτευχθεί καλύτερη διαχείρισή τους. Φυσικά, προϋποτίθεται κάποια µορφή
ιδιοκτησίας, που θα αποκλείει όσους δεν έχουν δικαιώµατα εκµετάλλευσης των
πόρων αυτών.
Η δεύτερη κατηγορία τοποθετήσεων,
αντιµετωπίζει την προστασία της φύσης ως µία κατ’ αρχήν κρατική υπόθεση: Οι
τοποθετήσεις αυτές θεωρούν το κράτος ως εκφραστή του δηµόσιου συµφέροντος και,
συνεπώς, κατ’ εξοχήν αρµόδιο και υπεύθυνο για τον σχεδιασµό και την εφαρµογή
πολιτικών περιβαλλοντικής προστασίας. Αυξηµένος κρατικός έλεγχος και µορφές
κρατικών περιφράξεων είναι η καταλληλότερη και πιο ενδεδειγµένη πολιτική για
την προστασία των δηµόσιων αγαθών και η απάντηση στα επιχειρήµατα του Χάρντιν
περί «τραγωδίας των κοινών».
Αξιοσηµείωτο είναι ότι στη θέση αυτή
συναντούνται µια µερίδα της αριστεράς µε τις πιο αντιδραστικές και αυταρχικές
εκδοχές της δεξιάς. Στη φασιστική εκδοχή του κρατισµού, η «Φύση» επενδύθηκε µε
µυστικιστικά και µεταφυσικά χαρακτηριστικά, συνδέθηκε µε τη Γη, τη Φυλή και το
Αίµα, και η προστασία της, µε αυταρχικό και ολοκληρωτικό τρόπο, αποτελούσε
βασική υποχρέωση του κράτους. Δεν είναι τυχαίο µάλιστα ότι, στην Ελλάδα, η
πρώτη Προστατευόµενη Περιοχή, ο Εθνικός Δρυµός Ολύµπου, θεσπίστηκε από το
καθεστώς του Μεταξά. Στον κρατικό καπιταλισµό, που αυτοχαρακτηρίστηκε ως
«υπαρκτός σοσιαλισµός», η έννοια της κοινής κτήσης, της κοινοκτηµοσύνης,
ταυτίστηκε µε την κρατική ιδιοκτησία. Στην κεϋνσιανή παράδοση, τέλος, είτε στην
ευρωπαϊκή εκδοχή της, που συνδέθηκε µε την σοσιαλδηµοκρατία, είτε στην
αµερικανική εκδοχή του New Deal, η προστασία της φύσης περιλαµβανόταν στις
αυτονόητες υποχρεώσεις του κοινωνικού κράτους και του κοινωνικού συµβολαίου.
Ξαναγυρνώντας στην «τραγωδία των
κοινών», πρέπει να σηµειώσουµε τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται στη σχετική
επιχειρηµατολογία του Χάρντιν. Στο προαναφερθέν άρθρο του, παραθέτει το
παράδειγµα διαχείρισης ενός κοινού βοσκοτόπου από κτηνοτρόφους. Ωστόσο, το
παράδειγµα αυτό δεν θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί εάν το κοπάδι διαχειριζόταν
από κοινού, γιατί τότε θα αναδεικνυόταν πως αυτό που προτείνεται ως λύση (η
ιδιωτικοποίηση και η «περίφραξη» του κοινού) είναι µέρος του προβλήµατος και
όχι της λύσης του.
Επιπλέον, ιστορικές και οικονοµικές
έρευνες έχουν δείξει ότι τα υφιστάµενα κοινά αυτού του είδους σπάνια
αντιµετώπισαν τέτοια προβλήµατα, διότι οι χρήστες επινοούσαν κανόνες πρόσβασης
στους πόρους. Οι άνθρωποι ξανά και ξανά προσπαθούν να δηµιουργήσουν και να
έχουν πρόσβαση σε πόρους µε τρόπους οι οποίοι είναι διαφορετικοί από τους όρους
της αγοράς, που είναι ο τυπικός τρόπος του κεφαλαίου να προσεγγίζει τους
πόρους.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται οι
µελέτες της Έλινορ Όστροµ, που πήρε µάλιστα το βραβείο Νόµπελ οικονοµίας γι
αυτές. Στο βιβλίο της «Διαχείριση των Κοινών», συστηµατοποιεί τις
ανθρωπολογικές, κοινωνικές και ιστορικές µαρτυρίες και δείχνει ότι τα
µεµονωµένα άτοµα µπορούν και συχνά επινοούν ευφυείς και λογικούς τρόπους να
διαχειρίζονται τις περιοχές κοινής ιδιοκτησίας (common property resources) για
ατοµικό και συλλογικό όφελος. Αυτές οι µελέτες περιπτώσεων «συντρίβουν τις
αναλύσεις πολλών πολιτικών αναλυτών ότι ο µόνος τρόπος να λυθεί το πρόβληµα των
περιοχών κοινής ιδιοκτησίας είναι οι εξωτερικές αρχές να επιβάλλουν πλήρη
ιδιωτική ιδιοκτησία ή συγκεντρωτική ρύθµιση» και, όπως ισχυρίζεται η Όστροµ,
αποδεικνύουν «τον πλούτο των µειγµάτων δηµόσιων και ιδιωτικών εργαλείων».
Αµφισβητώντας, λοιπόν, την άποψη ότι όταν οι άνθρωποι µοιράζονται έναν
πεπερασµένο φυσικό πόρο στο τέλος θα τον καταστρέψουν, προτείνει ως απάντηση
στο δίληµµα της τραγωδίας των κοινών (κράτος ή ιδιωτικοποίηση) συµµετοχικές
διαδικασίες διαχείρισης των κοινών και εµπλοκής των τοπικών κοινωνιών, κάτω από
την οµπρέλα της κρατικής θεσµικής προστασίας. Βέβαια, οι απόψεις της Όστροµ
έχουν κατηγορηθεί ως νεοκεϋνσιανές, που κατά βάση αναζητούν µια συµβατότητα του
καπιταλισµού µε τα κοινά.
Η προστασία
της φύσης πέρα από τους ιδιώτες και το κράτος
Η θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι
ότι, για την προστασία της φύσης, όπως και για άλλα κοινά, αντί κρατικού ή
ιδιωτικού ελέγχου, είναι προτιµότερος ένας κατανεµηµένος έλεγχος, ο οποίος δεν
σχετίζεται ούτε µε κρατικά, αλλά ούτε και µε ατοµικά καθεστώτα ιδιοκτησίας.
Για να µπορέσει να αντιµετωπιστεί
καλύτερα το ζήτηµα προστασίας της φύσης πρέπει να αναζητηθούν πιο σύνθετα
θεωρητικά σχήµατα, που υπερβαίνουν το δίληµµα «ιδιωτικοποίηση ή κράτος» και τη
διάκριση µεταξύ ιδιωτικής και κρατικής ιδιοκτησίας.
Ο Δ. Κωτσάκης στο βιβλίο του «3 και
1 κείµενα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, προτείνει ανάµεσα σε άλλα, την υιοθέτηση
του όρου «κοινή κτήση» που συνενώνει τη συλλογική µε τη δηµόσια κτήση, σύµφωνα
µε το Διάγραµµα 1.
Οι όροι ιδιοκτησία και κτήση στην
προσέγγιση αυτή προσλαµβάνονται ως θεσµικά συγκροτηµένη εξουσία αποκλεισµού.
Γίνεται διάκριση µεταξύ ιδιωτικής και πολιτικής ιδιοκτησίας εντός του σύγχρονου
κράτους, κατ’ αντιστοιχία της γκραµσιανής διαίρεσης του κράτους σε πολιτική
κοινωνία (political society) και ιδιωτική κοινωνία (civil society). Στη
συνέχεια διακρίνεται η ιδιωτική ιδιοκτησία σε ατοµική ιδιοκτησία και συλλογική
κτήση, ενώ η πολιτική ιδιοκτησία σε δηµόσια κτήση και κρατική ιδιοκτησία.
«Η πρώτη συνθετική µορφή ιδιοκτησίας
σύµφωνα µε το παραπάνω διάγραµµα, η ιδιωτική ιδιοκτησία, είναι το οικονοµικό
θεµέλιο της ιδιωτικής κοινωνίας στο αστικό κράτος. Η τρίτη συνθετική µορφή, η
πολιτική ιδιοκτησία, είναι το οικονοµικό θεµέλιο της πολιτικής κοινωνίας στο
κράτος αυτό. Η µεσαία, η κοινή κτήση, η οποία διαµορφώνεται ως τοµή των δύο
προηγούµενων, είναι το οικονοµικό θεµέλιο για τη µετάβαση προς µια άλλη
κοινωνία […] Σκοπός της δηµόσιας κτήσης, ως µέρους της κοινής κτήσης, είναι να
καλύπτει τις προϋποθέσεις για την κοινωνική συγκρότηση. Να διασφαλίζει, δηλαδή,
την αναπαραγωγή του οικοσυστήµατος και τους αναγκαίους για την κοινωνική ζωή
πολιτισµικούς όρους».
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά
µε την κοινή κτήση, ως σύνθεση της δηµόσιας και της συλλογικής κτήσης, που
σχετίζεται ιδιαίτερα µε το θέµα που µας απασχολεί, είναι η εξής: Σύµφωνα µε το
άρθρο 24 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγµατος «η προστασία του φυσικού και
πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωµα του
καθενός». Ο Δ. Κωτσάκης θεωρεί ότι µπορούµε να προσεγγίσουµε στην πληρότητά της
τη σηµερινή έννοια της δηµόσιας κτήσης µε την ακόλουθη ενδεικτική διατύπωση: «Η
ολοκληρωµένη προστασία του οικοσυστήµατος και της κοινής πολιτισµικής παράδοσης
είναι υποχρέωση της πολιτείας και των πολιτών». Σηµειώνει για την εναλλακτική
αυτή διατύπωση: «Το ‘ολοκληρωµένη’ παραπέµπει στην ενότητα της φυσικής µε την
πολιτισµική διάσταση των προϋποθέσεων για την κοινωνική συγκρότηση. Το ‘κοινή’
ορίζει την κοινωνία συνολικά ως υποκείµενο της παράδοσης και όχι επιλεγµένα
σώµατα, εθνικά, θρησκευτικά ή άλλα. Και η ‘υποχρέωση των πολιτών’ (αντί για το
‘δικαίωµα του καθενός’) παραπέµπει στη συµµετρία πολιτείας-πολιτών ως προς την
πολιτική εξουσία (έναντι της ασυµµετρίας πολιτείας-υπηκόων). Αν, δηλαδή, η
πολιτεία επιχειρήσει να κρατικοποιήσει τη δηµόσια κτήση, είναι υποχρέωση των
πολιτών να την αποτρέψουν, όπως, συµµετρικά, είναι υποχρέωση της πολιτείας να
αποτρέπει τους πολίτες να ιδιωτικοποιήσουν τη δηµόσια κτήση».
Μια δεύτερη ενδιαφέρουσα παρατήρηση
είναι ότι η ιστορική διαδροµή της συλλογικής κτήσης µε την οποία καλύπτονται οι
προϋποθέσεις για την κοινωνική συγκρότηση της κοινής κτήσης είναι η κοινωνική
οικονοµία: παραγωγικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισµοί, οργανισµοί
αλληλοβοήθειας (για την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την ασφάλεια), κάθε
µορφής συλλογικότητες (οικονοµικές, µορφωτικές, πολιτιστικές κ.λπ.).
Μια τρίτη παρατήρηση, τέλος, που
προσδίδει µια άλλη διάσταση στη συζήτηση για τις µορφές κτήσης των κοινών,
είναι ότι: «Η ολοκλήρωση της κοινής κτήσης, ως σύνθεση των δηµόσιων µε τις
συλλογικές µορφές της είναι θεµελιώδης προϋπόθεση για τη «δηµοκρατία του
πλήθους», την Άµεση Δηµοκρατία». Η παρατήρηση αυτή παραπέµπει στη θέση των
Χαρντ και Νέγκρι πως «µπορούµε να φανταστούµε µια δηµοκρατία του πλήθους και να
τη θεωρήσουµε δυνατή µόνο επειδή όλοι µοιραζόµαστε το κοινό και συµµετέχουµε σε
αυτό» .
Χρησιµοποιώντας αυτές τις έννοιες,
µπορούν να εξαχθούν, κατά τη γνώµη µου, χρήσιµα συµπεράσµατα, όχι µόνο για την
κατανόηση αλλά και για την πρακτική παρέµβαση σε θέµατα που σχετίζονται µε την
προστασία της φύσης:
1.
Η ανάπτυξη και υποστήριξη δοµών κοινωνικής οικονοµίας
ταιριάζουν καλύτερα στον χαρακτήρα των υπό προστασία κοινών φυσικών πόρων.
Είναι το οικονοµικό υπόβαθρο της κοινωνικής διαδικασίας που δηµιουργεί και
αναπαράγει τα κοινά. Παράλληλα, στις σηµερινές συνθήκες οικονοµικής κρίσης, η
κοινωνική οικονοµία αντικαθιστά το κοινωνικό κράτος σε στοιχειώδεις προνοιακές
λειτουργίες.
2.
Η ανάπτυξη παραγωγικών και λοιπών οικονοµικών
δραστηριοτήτων, για να είναι συµβατή µε την προστασία των φυσικών και
πολιτιστικών κοινών, πρέπει να ελέγχεται από αµεσοδηµοκρατικούς θεσµούς, στις
οποίες συµµετέχουν ενεργά και αδιαµεσολάβητα οι πολίτες και, πρωτίστως, οι
τοπικές κοινωνίες.
Πηγή: ΟΙΚΟΤΡΙΒΕΣ
(*) Ο Σπύρος Ψαρούδας είναι Γενικός
Συντονιστής της Περιβαλλοντικής Οργάνωσης «Καλλιστώ»
1 Το
κείµενο αποτελεί µέρος ευρύτερης εισήγησης που παρουσιάστηκε στις 13/2/2013,
στο πλαίσιο κύκλου συζητήσεων µε θέµα «Οικολογία και κρίση – για τη σχέση της
κοινωνίας µε τη φύση», που διοργάνωσε ο «Όµιλος Φίλων Ινστιτούτου Ν.
Πουλαντζάς Θεσσαλονίκης»
2 Michael Hardt & Antonio Negri. Commonwealth. The Belknap Press of Harvard University Press, 2009. 3 On the Commons: A Public Interview with Massimo De Angelis and Stavros Stavrides. http://www.e-flux.com/issues/17-june-august-2010/ 4 Garrett Hardin (December 1968). “The Tragedy of the Commons”. Science 162 (3859): 1243-1248 5 Elinor Ostrom. Governing the Commons: The Evolution of Institutions for Collective Action. Cambridge University Press, 1990 6 Δηµήτρης Κωτσάκης (2012), «Το κοινό και η δηµοκρατία», στο βιβλίο: 3 και 1 κείµενα. Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2012 (σελ. 36) 7 Δηµήτρης Κωτσάκης (2012), ό.π. Η υπογράµµιση δική µου. 8 Michael Hardt & Antonio Negri (2009). Commonwealth |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.